ῥιπτάζω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> agiter en tous sens <i>ou</i> sans cesse ; <i>Pass.</i> être agité en tous sens;<br /><b>2</b> ballotter ; malmener, maltraiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]]. | |btext=<b>1</b> agiter en tous sens <i>ou</i> sans cesse ; <i>Pass.</i> être agité en tous sens;<br /><b>2</b> ballotter ; malmener, maltraiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ῥιπτάζω]] ΝΑ<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] εδώ κι [[εκεί]], [[σκορπίζω]] [[ολόγυρα]] («ῥιπτάζων κατὰ [[δῶμα]] θεούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ριπτάζομαι</i><br />κινούμαι εδώ κι [[εκεί]], [[στριφογυρίζω]], [[ιδίως]] στο [[κρεβάτι]], από [[ανησυχία]] και [[αϋπνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>2.</b> [[αμφιταλαντεύομαι]] (α. «ῥιπτάσαι [[περιδεῶς]]», <b>επιγρ.</b><br />β. «τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> εξετάζομαι, με ερευνούν με πολλή [[προσοχή]] («πρᾱγμα πολλαῑσι... -ἀγρυπνίαις ἐρριπτασμένον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό μεταρρηματικό παρ. σχηματισμένο από το θ. <i>ῥιπτ</i>- του ρ. [[ῥίπτω]] με κατάλ. -<i>άζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
Frequentat. of ῥίπτω,
A throw to and fro, toss about, ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς Il.14.257; ὀφρύσι ῥιπτάζεσκε moved the eyebrows up and down, h.Merc.279:—Pass., toss about, esp. in bed, Hp. Epid.4.31 (so ῥιπτάζειν ἑαυτόν Morb.2.69; and ῥιπτάζειν alone, Acut. (Sp.) 18); πρᾶγμα πολλαῖσι . . ἀγρυπνίαισιν ἐρριπτασμένον Ar.Lys.27; ὕφη γυναικῶν . . ἐρριπτάζετο S.Fr.210 iii 12; τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plu.Cic.37; ῥιπτάσαι περιδεῶς BCH48.518 (Palestine). II Pass. also,= ῥίπτομαι, AP5.164 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 845] frequentat. von ῥίπτω, häufig, wiederholt hin- und herschleudern; als Mißhandlung, θεοὺς κατὰ δῶμα, Il. 14, 257; ὀφρύσι ῥιπτάζειν, mit den Augenbrauen zucken, häufige Bewegungen machen, h. Merc. 279; πολλαῖς ἀγρυπνίαις ἐῤῥιπτασμένον, Ar. Lys. 27, auf dem Bette hin- und hergeworfen; sp. D., ἐν κόλποισιν ἐκείνης ῥιπτασθεὶς κείσθω, Mel. 102 (V, 165). – Auch in sp. Prosa, τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plut. Cic. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτάζω: μέλλ. -άσω, θαμιστικὸν τοῦ ῥιπτω, ῥίπτω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, «πετῶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά», Λατ. jactare, ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς, «ῥίπτων, συνελαύνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 257· ὀφρύσι ῥιπτάζειν, κινεῖν τὰς ὀφρῦς ἄνω καὶ κάτω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἕρμ. 279. - Παθ., κινοῦμαι, στρέφομαι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, κυρίως ἐν τῇ κλίνῃ, Ἱππ. 1133Ε, (οὕτω ῥιπτάζειν ἑαυτὸν 485. 28· καὶ μόνον ῥιπτάζειν 399. 40)· πρᾶγμα ἀγρυπνίαις πολλαῖσιν ἐρριπτασμένον Ἀριστοφ. Λυσ. 27· τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ’ ἀμφότερα Πλουτ. Κικ. 37. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, = ῥίπτομαι, Ἀνθ. Π. 5 .165.
French (Bailly abrégé)
1 agiter en tous sens ou sans cesse ; Pass. être agité en tous sens;
2 ballotter ; malmener, maltraiter, acc..
Étymologie: ῥίπτω.
Greek Monolingual
ῥιπτάζω ΝΑ
1. ρίχνω εδώ κι εκεί, σκορπίζω ολόγυρα («ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς», Ομ. Ιλ.)
2. (μέσ. και παθ.) ριπτάζομαι
κινούμαι εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι, από ανησυχία και αϋπνία
αρχ.
2. αμφιταλαντεύομαι (α. «ῥιπτάσαι περιδεῶς», επιγρ.
β. «τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα», Πλούτ.)
3. παθ. εξετάζομαι, με ερευνούν με πολλή προσοχή («πρᾱγμα πολλαῑσι... -ἀγρυπνίαις ἐρριπτασμένον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρρηματικό παρ. σχηματισμένο από το θ. ῥιπτ- του ρ. ῥίπτω με κατάλ. -άζω].