συνήδομαι: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(T22) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=<b class="num">1.</b> in Greek writings [[chiefly]] from [[Sophocles]], [[Euripides]], [[Xenophon]] [[down]], to [[rejoice]] [[together]] [[with]] ([[another]] or others (cf. [[σύν]], II:1)).<br /><b class="num">2.</b> in the N. T. [[once]] to [[rejoice]] or [[delight]] [[with]] [[oneself]] or [[inwardly]] ([[see]] [[σύν]], II:4): τίνι, in a [[thing]], Romans 7:22, [[where]] cf. Fritzsche; (others [[refer]] [[this]] [[also]] to 1; cf. Meyer). | |txtha=<b class="num">1.</b> in Greek writings [[chiefly]] from [[Sophocles]], [[Euripides]], [[Xenophon]] [[down]], to [[rejoice]] [[together]] [[with]] ([[another]] or others (cf. [[σύν]], II:1)).<br /><b class="num">2.</b> in the N. T. [[once]] to [[rejoice]] or [[delight]] [[with]] [[oneself]] or [[inwardly]] ([[see]] [[σύν]], II:4): τίνι, in a [[thing]], Romans 7:22, [[where]] cf. Fritzsche; (others [[refer]] [[this]] [[also]] to 1; cf. Meyer). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜA<br />ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή [[εξίσου]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[χαίρομαι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]] λόγω της συμπάθειας που [[νιώθω]] γι' αυτόν<br /><b>2.</b> (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) [[χαίρομαι]] για [[κάτι]]<br />(α. «[[συνήδομαι]] τῷ νόμῳ τοῡ θεοῡ», ΠΔ<br />β. «συνήδεσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαίρομαι]] με τη [[συμφορά]] ενός άλλου, [[είμαι]] [[χαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἥδομαι]] «τέρπομαι, ευφραίνομαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A -ησθήσομαι X.An.5.5.8, Pl.R.462e, etc.: aor. -ήσθην E.Ion728, Isoc.5.8:—rejoice together, Pl.l.c., X.Mem.3.11.10, etc.; σ. τινί rejoice with, sympathize with, E. l.c., D.21.202, etc.; σ. τινὶ περιεόντι Hdt.3.36; opp. συλλυπεῖσθαι, Antipho 3.2.8, Pl.l.c.; opp. συνάχθεσθαι, X.Cyr.1.6.24, Arist.EN1171a8; opp. συναλγεῖν, ib.1166a27; σ. ὅτι . . X.An.5.5.8, etc. 2 c. dat. rei, rejoice at a thing, σ. τοῖς ἀγαθοῖς Arist.Rh.1381a4; τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ Ep.Rom.7.22; ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς X.Cyr.8.2.2, etc.; τινος because of . ., App.Mac.17, OGI504.5 (Aezani, ii A.D.), Lib.Or.53.2. 3 c. dat. pers. et rei, S.OC1398. II sts. used like ἐφήδομαι of malicious joy at misfortune, οὐδὲ συνήδομαι . . ἄλγεσιν δώματος E.Med.136 (lyr.); τί τάλας τοῖσδε συνήδῃ . .; Id.Hipp.1286 (anap.); θανόντι γ' οὐδαμῶς σ. Id.Rh.958; συνηδόμενοι ταῖς συμφοραῖς restd. from Poll.3.101 for συνησθησόμενοι (v.l. ἐφησθ-) in Isoc.8.87.
Greek (Liddell-Scott)
συνήδομαι: μέλλ. -ησθήσομαι˙ ἀόρ. -ήσθην˙ ἀποθ. Ἥδομαι, χαίρω, τέρπομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Πολ. 462Ε, Ξεν., κλπ.˙ ― σ. τινι, χαίρω μετά τινος, ἐν συμπαθείᾳ πρός αὐτόν, Εὐρ. Ἴων 728, Δημ. 579. 19, κτλ.˙ σ. τινι περιεόντι Ἡρόδ. 3. 36˙ ἀντίθετον τῷ συλλυπεῖσθαι, Ἀντιφῶν 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462Ε· τῷ συνάχθεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 5˙ τῷ συναλγεῖν, αὐτόθι 9. 4, 5˙ σ. ὅτι... Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 8, κτλ. 2) μετὰ δοτ. πράγματ., χαίρω ἐπί τινι, τέρπομαι, εὐχαριστοῦμαι διά τι, χαίρω, ἐπιχαίρω, σ. τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 3˙ ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, κτλ.˙ τινος, ἐξ αἰτίας τινός, Ἀππ. Μακεδ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 3) μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 1398. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκφέρει χαρὰν ἐπὶ εὐτυχίᾳ, ἐν ᾧ τὸ ἐφήδομαι ἐκφέρει κακεντρεχῆ χαρὰν ἐπὶ δυστυχίᾳ˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι παραδείγματα τοῦ ἀντιθέτου, οἷον οὐδὲ συνήδομαι... ἄλγεσι δώματος Εὐριπ. ἐν Μηδ. 136˙ τὶ τάλας τοῖσδε συνήδει...; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286˙ θανόντι γ’ οὐδαμῶς ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 958˙ συνησθησόμενοι ταῖς συμφοραῖς Ἰσοκρ. 176C Βεκκῆρ. (κοινῶς ἐφησθ-).
French (Bailly abrégé)
f. συνησθήσομαι, ao. συνήσθην;
1 se réjouir avec, τινι ; οὐ συνήδομαι SOPH je compatis à;
2 féliciter : τινι ὅτι qqn de ce que.
Étymologie: σύν, ἥδομαι.
English (Strong)
middle voice from σύν and the base of ἡδονή; to rejoice in with oneself, i.e. feel satisfaction concerning: delight.
English (Thayer)
1. in Greek writings chiefly from Sophocles, Euripides, Xenophon down, to rejoice together with (another or others (cf. σύν, II:1)).
2. in the N. T. once to rejoice or delight with oneself or inwardly (see σύν, II:4): τίνι, in a thing, Romans 7:22, where cf. Fritzsche; (others refer this also to 1; cf. Meyer).
Greek Monolingual
ΜA
ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή εξίσου με άλλον
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) χαίρομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο λόγω της συμπάθειας που νιώθω γι' αυτόν
2. (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) χαίρομαι για κάτι
(α. «συνήδομαι τῷ νόμῳ τοῡ θεοῡ», ΠΔ
β. «συνήδεσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.)
3. χαίρομαι με τη συμφορά ενός άλλου, είμαι χαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥδομαι «τέρπομαι, ευφραίνομαι»].