Φοίνικας: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(45) |
(No difference)
|
Revision as of 12:45, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο / Φοῑνιξ, -οίνικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και τ. θηλ. Φοίνισσα Α
1. ο κάτοικος της αρχαίας Φοινίκης ή ο καταγόμενος από τη χώρα αυτή (α. «οι Φοίνικες φημίζονταν για το ανεπτυγμένο εμπόριο τους» β. «ὡς Φοῑνιξ ἀνήρ, Σιδώνιος κάπηλος», Σοφ.)
2. ως κύριο όν. Φοίνιξ
μυθ. ο πατέρας της Ευρώπης, ο οποίος, αναζητώντας την κόρη του, την οποία ο Ζευς είχε αρπάξει, έφτασε σε μια άγνωστη χώρα στην οποία και έδωσε το όνομα του, τη Φοινίκη
αρχ.
1. ως επίθ. (για πράγμ.) ο φοινικικής προέλευσης («Φοίνισσα κώπη», Ευρ.)
2. ως ουσ. ὁ φοῑνιξ
ονομασία νότιου-νοτιοανατολικού ανέμου, ο ευρόνοτος
3. (το αρσ. πληθ.) οἱ Φοίνικες
οι Καρχηδόνιοι, επειδή είχαν φοινικική καταγωγή
4. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Φοίνισσαι
τίτλος δραμάτων του Ευριπίδου και του Φρυνίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η απουσία από τη γλώσσα τών Φοινίκων κάποιου τ. συγγενούς μορφολογικά με το όν. Φοῖνιξ που χρησιμοποιείται στην Ελληνική για τον λαό αυτόν (πρβλ. τους τ. της Φοινικικής Kinahhi, Kinahni, που απέχουν από το ελλ. Φοῖνιξ και έχουν αποδοθεί στην Ελληνική με τους τ. Χνᾶ (ἡ), Χνᾶς (ὁ), βλ. λ. Χαναάν) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. Φοῖνιξ είτε είναι δάνειος από κάποια γλώσσα μη σημιτικής προέλευσης —κατά μία άποψη από την Ιλλυρική— είτε είναι ανεξάρτητος σχηματισμός της Ελληνικής για τη δήλωση του λαού αυτού, άποψη που θεωρείται πιο πιθανή. Στην περίπτωση αυτή, η Ελληνική θα πρέπει να χρησιμοποίησε τον τ. φοῖνιξ (Ι) «κόκκινος, πορφυρός» ως ονομ. του λαού αυτού, λόγω του κοκκινωπού χρώματος του δέρματος τών κατοίκων, το οποίο μπορεί να οφείλεται και στην επίδραση του ηλίου. Αντίθετα, η άποψη ότι οι Φοίνικες ονομάστηκαν έτσι λόγω του ότι επιδίδονταν στο εμπόριο της πορφυρής βαφής δεν θεωρείται και πολύ πιθανή, αφού θα οδηγούσε στην αποδοχή του παράδοξου φαινομένου του χαρακτηρισμού ενός ολόκληρου λαού από την ονομ. ενός εμπορικού προϊόντος. Η λ. Φοῖνιξ απαντά πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή στους τ. ponikijo (βλ. λ. φοινίκιος [II]) και ponike, καθώς και λ. φοίνικας [Ι]), ενώ, τέλος, στον Όμηρο απαντούν παρλλ. και οι τ. Σιδόνες, Σιδόνιοι (πρβλ. τον τ. Sidunnu, που απαντά σε ασσυριακά κείμενα και στην Παλαιά Διαθήκη)].