φανός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(T22)
(44)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=. φανου, ὁ ([[φαίνω]]), a [[torch]] (A. V. [[lantern]]; Hesychius Ἀττικοι δέ λυχνουκον ἐκάλουν ὁ [[ἡμεῖς]] [[νῦν]] φανον; cf. Phryn., p. 59 and Lob.'s [[note]]; Rutherford, New Phryn., p. 131; Athen. 15, p. 699d. and [[following]], and Casaubon's notes, [[chapter]] 18: [[see]] [[λαμπάς]] and references): [[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], [[Plutarch]], others.)  
|txtha=. φανου, ὁ ([[φαίνω]]), a [[torch]] (A. V. [[lantern]]; Hesychius Ἀττικοι δέ λυχνουκον ἐκάλουν ὁ [[ἡμεῖς]] [[νῦν]] φανον; cf. Phryn., p. 59 and Lob.'s [[note]]; Rutherford, New Phryn., p. 131; Athen. 15, p. 699d. and [[following]], and Casaubon's notes, [[chapter]] 18: [[see]] [[λαμπάς]] and references): [[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], [[Plutarch]], others.)  
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] φωτισμού, [[φανάρι]]<br /><b>2.</b> <b>(αυτοκιν.)</b> φωτιστική [[συσκευή]] τοποθετημένη μόνιμα στο εξωτερικό ενός αυτοκινήτου<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> η μικρότερη [[μονάδα]] του φωτιστικού δικτύου που καλύπτει τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας (α. «[[φανός]] του ιστού» β. «[[πρυμναίος]] [[φανός]]» γ. «[[πλευρικός]] [[φανός]]» δ. «[[φανός]] υφάλου»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ενετικός]] [[φανός]]» — κυλινδρικό ή σφαιρικό πτυσσόμενο [[φανάρι]] από ημιδιαφανές χρωματιστό [[χαρτί]]<br />β) «[[κινεζικός]] [[φανός]]» — [[φανάρι]] από μεταξωτό ύφασμα ή από [[χαρτί]]<br />γ) «[[μαγικός]] [[φανός]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[παλαιός]] όρος για τη [[συσκευή]] προβολής διαφανειών<br />δ) «[[μετά]] φανών και λαμπάδων»<br /><b>μτφ.</b> με [[μεγάλη]] [[λαμπρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυρσός]], [[ιδίως]] από ξύλα πεύκου ή από κλήματα αμπέλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ήλιος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φανὸς ὑελοῡς» — [[είδος]] συσκευής απόσταξης (Ολυμπ. Αλχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος [[τύπος]] του επιθ. της αττ. διαλ. <i>φᾱνός</i>, συνηρημένου τ. του [[φαεινός]]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br />(συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[φαεινός]].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾱνός Medium diacritics: φανός Low diacritics: φανός Capitals: ΦΑΝΟΣ
Transliteration A: phanós Transliteration B: phanos Transliteration C: fanos Beta Code: fano/s

English (LSJ)

ή, όν, (contr. fr. φαεινός)

   A light, bright, Parm.8.41, Phryn. Com.93; ἅμα φανοτάτῳ τινὶ πυρί Pl.Phlb.16c; ἵνα ὡς φανότατον ᾖ τὸ ἔσω X.Cyn.10.7; τὸ φ. brightness, light, ib.5.18; στρέφειν πρὸς τὸ φ. ἐκ τοῦ σκοτώδους Pl.R.518c, cf. 478c (Comp.); φανά τε καὶ καλά ib.506d, cf. Phld.Po.2.45; φανότατος ἀήρ Gal.18(2).285; τοῖς φανοτάτοις θεῶν Ἡλίῳ καὶ Σελήνῃ Hld.10.4.    2 of garments, washed clean, χλαῖνα Ar.Ach.845 (lyr.); σισύρα Id.Ec.347.    3 bright, joyous, φαναῖς ἐν εὐφροσύναις A.Pr.538 (lyr.); φ. βίον διάγειν Pl.Phdr. 256d.    4 conspicuous, ἐλλόγιμος καὶ φ. Id.Smp.197a.    5 Adv. -νῶς clearly: Comp. φανότερον Jul.Or.4.145b; Sup. φανότατα, Luc. Hist.Conscr.44.    II Φᾶνος, ὁ (properisp., cf. Hdn.Gr.1.175), name of a συκοφάντης, Ar.Eq.1256.
φᾱνός, ὁ,

   A torch, Ar.Lys.308; ὑπὸ φανοῦ πορεύεσθαι X.Lac.5.7; ποῖος φ. τοιοῦτος οἷος ὁ ἥλιος; Alex.87; distd. from λύχνος, Anaxandr.48, cf. Phryn.40; but prob. = λύχνος in UPZ5.18, 6.15 (ii B. C.), Stud.Pal.10.251.2 (vi A. D.); μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων Ev.Jo.18.3, cf. PLond.3.1159.59 (ii A. D.): the form πᾱνός (prob. a different word) is found in A.Ag.284, S.Fr.184, E.Ion 195 (lyr.), Fr.90, Diph.6, Men.62.    II φ. ὑελοῦς glass cover, Olymp.Alch.p.75 B.    2 a form of still, Zos.Alch.p.224 B.

German (Pape)

[Seite 1254] ὁ, Leuchte, Licht, Fackel; Ar. Lys. 308; Ep. ad. 24 (XII, 116); Schol. Hephaest. p. 2. S. auch πανός u. nom. pr. licht, hell, leuchtend; πῦρ Plat. Phil. 16 c; – glänzend weiß, χλαῖνα, σισύρα, Ar. Ach. 810 Eccl. 348, rein gewaschen; – Ggstz σκοτώδης Plat. Rep. VII, 518 c; – auch übertr., εὐφροσύναι Aesch. Prom. 536; φανὸν βίον διάγειν Plat. Phaedr. 256 d; – in die Augen fallend, berühmt, καὶ ἐλλόγιμος Plat. Conv. 197 a. – [Ueber die Länge des α s. Draco p. 86, 5. Dah. compar. φανότερος, φανότατος, s. Plat. Rep. VII, 518 c Phil. 16 c.]

Greek (Liddell-Scott)

φανός: -ή, -όν, (ἴδε φάω) φωτεινός, λαμπρός, ἅμα φανοτάτῳ τινὶ πυρὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ἵνα ὡς φανότατον ᾗ τὸ ἔσω Ξεν. Κυν. 10, 7· ― τὸ φανόν, τὸ λαμπρόν, ἡ λαμπρότης, φῶς, αὐτόθι 5, 18· στρέφειν πρὸς τὸ φαν. ἐκ τοῦ σκοτώδους Πλάτ. Πολ. 518C, πρβλ. 478C· φανά τε καὶ καλὰ αὐτόθι 506D. 2) ἐπὶ ἐνδυμάτων, καθαρός, πεπλυμένος, σισύρα Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· χλαῖνα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 347. 3) λαμπρός, χαροπός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, ὡς τὸ φαιδρός· φαναῖς ἐν εὐφροσύναις Ἀσχύλ. Πρ. 540· φ. βίον διάγειν Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· ἐκ φανοτέρου βίου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 518Α. 4) ἐπιφανής, περιφανής, ἐλλόγιμος καὶ φ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 97Α. 5) Ἐπίρρ. -νῶς, ἐμφανῶς, περιφανῶς, Γρηγ. Ναζ.· ὑπερθ. φανότατα, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44. ΙΙ. Φᾶνος (ὁ προπερισπ.) ἐν χρήσει ὡς ὄνομα ἀντὶ τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1256. ― Τὸ ἐπίθετον τοῦτο, οὗ πολλὴ χρῆσις γίνεται παρὰ Πλάτ., πολλαχοῦ μετεβλήθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ φανερός, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 478C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 106, 108.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
clair ; lumineux, brillant ; particul. brillant de propreté, propre ; fig. radieux, joyeux.
Étymologie: φαίνω.
2οῦ (ὁ) :
lumière, particul. flambeau.
Étymologie: φαίνω.

English (Strong)

from φαίνω; a lightener, i.e. light; lantern: lantern.

English (Thayer)

. φανου, ὁ (φαίνω), a torch (A. V. lantern; Hesychius Ἀττικοι δέ λυχνουκον ἐκάλουν ὁ ἡμεῖς νῦν φανον; cf. Phryn., p. 59 and Lob.'s note; Rutherford, New Phryn., p. 131; Athen. 15, p. 699d. and following, and Casaubon's notes, chapter 18: see λαμπάς and references): Aristophanes, Xenophon, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. μέσο φωτισμού, φανάρι
2. (αυτοκιν.) φωτιστική συσκευή τοποθετημένη μόνιμα στο εξωτερικό ενός αυτοκινήτου
3. ναυτ. η μικρότερη μονάδα του φωτιστικού δικτύου που καλύπτει τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας (α. «φανός του ιστού» β. «πρυμναίος φανός» γ. «πλευρικός φανός» δ. «φανός υφάλου»)
4. φρ. α) «ενετικός φανός» — κυλινδρικό ή σφαιρικό πτυσσόμενο φανάρι από ημιδιαφανές χρωματιστό χαρτί
β) «κινεζικός φανός» — φανάρι από μεταξωτό ύφασμα ή από χαρτί
γ) «μαγικός φανός»
τεχνολ. παλαιός όρος για τη συσκευή προβολής διαφανειών
δ) «μετά φανών και λαμπάδων»
μτφ. με μεγάλη λαμπρότητα
αρχ.
1. πυρσός, ιδίως από ξύλα πεύκου ή από κλήματα αμπέλου
2. μτφ. ο ήλιος
3. φρ. «φανὸς ὑελοῡς» — είδος συσκευής απόσταξης (Ολυμπ. Αλχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος του επιθ. της αττ. διαλ. φᾱνός, συνηρημένου τ. του φαεινός].———————— (II)
-ή, -όν, Α
(συνηρ. τ.) βλ. φαεινός.