αὖθι: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὖθι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]]<br /><b>3.</b> [[αύθις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυτόθι]], με συλλαβική [[ανομοίωση]]. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη [[σημασία]] του [[αύθις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αυθιγενής]]]. | |mltxt=[[αὖθι]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]]<br /><b>3.</b> [[αύθις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυτόθι]], με συλλαβική [[ανομοίωση]]. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη [[σημασία]] του [[αύθις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αυθιγενής]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὖθι:''' επίρρ. συντετμημένο του <i>αὔτοθι</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], επί τόπου, εδώ, [[εκεί]], σε Όμηρ.· [[αὖθι]] ἔχειν, κρατάω αυτόν [[εκεί]], όπως είναι, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[πάραυτα]], [[αμέσως]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv. shortd. for αὐτόθι, of Place,
A on the spot, here, there, Il. 1.492, etc.; αὖθ' ἐπὶ τάφρῳ 11.48; ἐνθάδε κ' αὖθι μένων Od.5.208; ἐν Λακεδαίμονι αὖθι Il.3.244; αὖθι ἔχειν to keep him there, as he is, Od. 4.416. 2 of Time, forthwith, straightway, Il.5.296, 6.281, etc.— Ep. word, borrowed by S.Fr.522; cf. αὐτόθι. 3 later, = αὖθις, Lyc.732, Call.Dian.241, AP9.343 (Arch.):—also αὖθιν (said to be Rhegian) acc. to Theognost. Can.161,163.
German (Pape)
[Seite 392] zsgz. aus αὐτόθι, 1) hier, dort, auf der Stelle, Hom. u. sonst. – 2) Sp. D. für αὖθις, z. B. Lycophr. 732.
Greek (Liddell-Scott)
αὖθι: ἐπίρρ. συντετμημένον ἀντὶ αὐτόθι, ἐπὶ τόπου, ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ἐνταῦθα, ἐκεῖ, Ἰλ. Κ. 402, κτλ.· αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ Λ. 48· ἐνθάδε κ’ αὖθι μένων Ὀδ. Ε. 208· ἐν Λακεδαίμονι αὖθι Ἰλ. Γ. 244· αὖθι δ’ ἔχειν, ἐκεῖ δὲ τὸν κρατῆτε, Ὀδ. Δ. 416. 2) ἐντεῦθεν (εἰ καί τινες ἀμφιβάλλουσι περὶ ταύτης τῆς σημασίας) ἐπὶ χρόνου, πάραυτα, παρευθύς, ὥς κέ οἱ αὖθι γαῖα χάνοι Ἰλ. Ζ. 281, κτλ. -Ἐπ. λέξις ᾗ ἐχρήσατο καὶ ὁ Σοφοκλῆς (Ἀποσπ. 468)· ἴδε τὴν λέξιν αὐτόθι. 3) μεταγεν. = αὖθις, Λυκόφρ. 732, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 241· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 537. - ὡσαύτως αὖθιν, ὅπερ κατὰ τοὺς Θεογν. Καν. 161, 163 λέγεται ὅτι εἶναι τῆς διαλέκτου τῶν Ρηγίνων.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 ici même, là même, c. αὐτόθι;
2 sur-le-champ, aussitôt.
Étymologie: DELG αὐτόθι.
English (Autenrieth)
(right) there, (ριγητ) here, Il. 1.492, Il. 7.100; often foll. by a prep. with subst., specifying the place, αὖθι παρ' ἄμμι, Il. 9.427; αὖθι μενῶ μετὰ τοῖσι, Il. 10.62; αὖθ ἐπὶ τάφρῳ, Il. 11.48; ἐν Λακεδαί- μονι αὖθι, Il. 3.244; of time, on the spot, i. e. ‘at once,’ Od. 18.339, Il. 5.296.
English (Slater)
αὖθι
1 at once αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον (O. 8.39)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tes. αὖθε IG 9(2).270 (Cierion V a.C.); dial. de Region αὖθιν Theognost.Can.161, 163
adv.
1 de lugar, acompañado de determinación en el mismo lugar, allí mismo, aquí mismo αὐθ' ἐπὶ τάφρῳ Il.11.48, ἐν Λακεδαίμονι αὖ. Il.3.244, μένοντες αὖ. παρ' Ἀτρεΐδῃ Od.3.156, αὖθε πὲρ γᾶς ... ἔθανε IG l.c.
•sin determinación, mismo sent. αὖ. μένων Il.1.492, cf. 10.62, 13.37, 22.127, Od.8.275, Sapph.83.2, πτολεμίξομεν αὖ. Il.2.328, cf. Hes.Op.35, τὸ δὲ ἔργον ... αὖ. λίποιεν Hes.Op.440
•αὖ. δ' ἔχειν retener allí mismo, Od.4.416.
2 de tiempo al punto, en el acto τοῦ δ' αὖ. λύθη ψυχή Il.5.296, cf. 6.281, αὖ. δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον Pi.O.8.39.
3 tard. de orden temporal de nuevo, otra vez πρύλιν ὠρχήσαντο πρῶτα μὲν ... αὖθι δέ Call.Dian.241, cf. Fr.197.49, καί ποτ' αὖ. ... ἐντυνεῖ δρόμον Lyc.732, cf. AP 9.343 (Arch.).
• Etimología: Equivalente a αὐτόθι, puede explicarse por haplología de esta forma, o bien formada por el elemento αὐ- de αὐτός, αὖ, etc. y el suf. adverb. -θι.
Greek Monolingual
αὖθι επίρρ. (Α)
1. τοπ. σ' αυτό το σημείο, εκεί
2. χρον. αμέσως, παρευθύς
3. αύθις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόθι, με συλλαβική ανομοίωση. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη σημασία του αύθις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αυθιγενής].
Greek Monotonic
αὖθι: επίρρ. συντετμημένο του αὔτοθι·
1. λέγεται για τόπο, επί τόπου, εδώ, εκεί, σε Όμηρ.· αὖθι ἔχειν, κρατάω αυτόν εκεί, όπως είναι, σε Ομήρ. Οδ.·
2. λέγεται για χρόνο, πάραυτα, αμέσως, σε Ομήρ. Ιλ.