ὑπεκκλίνω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκφεύγω]], [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[αποφεύγω]] («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκλίνω]] «[[γέρνω]] [[προς]] τα έξω, απομακρύνομαι, [[αποχωρώ]], [[αποφεύγω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκφεύγω]], [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[αποφεύγω]] («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκλίνω]] «[[γέρνω]] [[προς]] τα έξω, απομακρύνομαι, [[αποχωρώ]], [[αποφεύγω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεκκλίνω:''' [ῑ], <i>-εκκλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], γέρνω στο πλάι, [[δραπετεύω]], [[διαφεύγω]], σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, [[αποφεύγω]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A bend aside, escape, Ar.Eq.272 (troch.): c. acc., shun, avoid, Plu.Cam.18.
German (Pape)
[Seite 1186] ausbiegen, ausweichen; Ar. Equ. 272; τί, Plut. Camill. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω κατὰ μέρος, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, ἀποφεύγω, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· ὡσαύτως μετὰ γεν., Βυζ.
French (Bailly abrégé)
esquiver en se détournant un peu, éviter.
Étymologie: ὑπό, ἐκκλίνω.
Greek Monolingual
Α
1. εκφεύγω, διαφεύγω
2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκκλίνω: [ῑ], -εκκλῐνῶ, κλίνω, γέρνω στο πλάι, δραπετεύω, διαφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, αποφεύγω, σε Πλούτ.