σίτησις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de nourrir, <i>d’où</i><br /><b>1</b> action de se nourrir, alimentation, nourriture;<br /><b>2</b> entretien aux frais de l’État dans le Prytanée;<br /><b>II.</b> ce qui sert à nourrir, nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[σιτέομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de nourrir, <i>d’où</i><br /><b>1</b> action de se nourrir, alimentation, nourriture;<br /><b>2</b> entretien aux frais de l’État dans le Prytanée;<br /><b>II.</b> ce qui sert à nourrir, nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[σιτέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σίτησις:''' -εως, ἡ (σῑτέω),<br /><b class="num">I.</b> [[παροχή]] τροφής, [[σιτισμός]], [[τροφοδότηση]]· <i>ἐπὶ σιτήσει</i>, για οικιακή [[κατανάλωση]], σε Ηρόδ.· [[σίτησις]] ἐν Πρυτανείῳ, [[διατροφή]] με δημόσια έξοδα στο Πρυτανείο, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτησις Medium diacritics: σίτησις Low diacritics: σίτησις Capitals: ΣΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: sítēsis Transliteration B: sitēsis Transliteration C: sitisis Beta Code: si/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A eating, feeding, ἐπὶ σιτήσι for home consumption, opp. πρῆσις, Hdt.4.17; σ. καὶ δίαιτα Pl.R.404d; σ. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar.Ra.764, cf. IG12.77, And.4.31, Pl.Ap.37a, OGI49.12 (Ptolemais, iii B.C.): abs., σίτησιν αἰτῆσαι Ar.Eq.574; γέρα . . δίδοται . . σ. Timocl.8.18: pl., D.20.107.    II food, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθά Hdt. 3.23, cf. Thphr.HP8.4.3.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, 1) das Essen, Speisen, auch die Kost selbst, Speise, Nahrung, Her. 3, 23. 4, 17. – 2) die öffentliche Beköstigung im Prytaneion; Ar. Ran. 763; σίτησιν αἰτεῖν, Equ. 572; Plat. Apol. 37 a; Din. 1, 107; Andoc. 4, 31; Dem. Lpt. 107. 23, 130; Sp., wie Luc. Prom. 4. – 3) die annonae der Römer.

Greek (Liddell-Scott)

σίτησις: -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς φαγητόν, πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ πρᾶσις, Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ δίαιτα Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― οὕτως, ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, σιτίον ΙΙ. 3. ΙΙ. τροφή, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de nourrir, d’où
1 action de se nourrir, alimentation, nourriture;
2 entretien aux frais de l’État dans le Prytanée;
II. ce qui sert à nourrir, nourriture.
Étymologie: σιτέομαι.

Greek Monotonic

σίτησις: -εως, ἡ (σῑτέω),
I. παροχή τροφής, σιτισμός, τροφοδότηση· ἐπὶ σιτήσει, για οικιακή κατανάλωση, σε Ηρόδ.· σίτησις ἐν Πρυτανείῳ, διατροφή με δημόσια έξοδα στο Πρυτανείο, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. φαγητό, τροφή, σε Ηρόδ.