καταχαίρω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταχαίρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) [[καταχαρούμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που διακατέχεται από [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[περιχαρής]]<br />β) (για τόπους, οικοδομές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], που έχει χαρούμενη όψη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[καταχαίρομαι]]<br />α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[χαίρω]] [[πάρα]] πολύ<br />β) [[απολαμβάνω]] με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χαίρομαι]], [[καμαρώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαίρομαι]] για το [[κακό]] ή τη [[δυστυχία]] άλλου, [[επιχαίρω]], [[χαιρεκακώ]], [[είμαι]] [[χαιρέκακος]].
|mltxt=(AM [[καταχαίρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) [[καταχαρούμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που διακατέχεται από [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[περιχαρής]]<br />β) (για τόπους, οικοδομές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], που έχει χαρούμενη όψη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[καταχαίρομαι]]<br />α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[χαίρω]] [[πάρα]] πολύ<br />β) [[απολαμβάνω]] με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χαίρομαι]], [[καμαρώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαίρομαι]] για το [[κακό]] ή τη [[δυστυχία]] άλλου, [[επιχαίρω]], [[χαιρεκακώ]], [[είμαι]] [[χαιρέκακος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχαίρω:''' [[περιφρονώ]], [[υποτιμώ]], [[περιγελώ]], [[καταχαίρομαι]] περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., <i>καταχαίρων</i>, με χαιρέκακη [[διάθεση]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαίρω Medium diacritics: καταχαίρω Low diacritics: καταχαίρω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΙΡΩ
Transliteration A: katachaírō Transliteration B: katachairō Transliteration C: katachairo Beta Code: kataxai/rw

English (LSJ)

fut. -

   A χᾰροῦμαι LXX Pr.1.26:—exult over, ἐόντι αἰχμαλώτῳ . . κ. Hdt.1.129; εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων with malicious joy, Id.7.239.    II rejoice much, Alciphr.2.4, IG14.2410.11, Supp.Epigr.2.844 (Syria).

Greek (Liddell-Scott)

καταχαίρω: μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= ἐπιχαίρω), χαίρω διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129˙ εἴτε εὐνοίῃ ἐποίησε ταῦτα εἴτε καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. λίαν, σφόδρα χαίρω, κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.

French (Bailly abrégé)

se réjouir aux dépens de, τινι.
Étymologie: κατά, χαίρω.

Greek Monolingual

(AM καταχαίρω)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, -η, -ο
α) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρής
β) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψη
νεοελλ.-μσν.
μέσ. καταχαίρομαι
α) είμαι γεμάτος χαρά, χαίρω πάρα πολύ
β) απολαμβάνω με ευχαρίστηση
μσν.
μέσ. χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον
αρχ.
χαίρομαι για το κακό ή τη δυστυχία άλλου, επιχαίρω, χαιρεκακώ, είμαι χαιρέκακος.

Greek Monotonic

καταχαίρω: περιφρονώ, υποτιμώ, περιγελώ, καταχαίρομαι περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., καταχαίρων, με χαιρέκακη διάθεση, στον ίδ.