σωφρονέω: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(T21) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=σωφρόνω; 1st aorist [[imperative]] σωφρονήσατε; ([[σώφρων]], [[which]] [[see]]); from Tragg., [[Xenophon]], [[Plato]] [[down]]; to be of [[sound]] [[mind]], i. e.<br /><b class="num">a.</b> to be in [[one]]'s [[right]] [[mind]]: of [[one]] [[who]] has ceased δαιμονίζεσθαι, ἐκστηναι, σωφρονων and μανεις are contrasted in [[Plato]], de rep. i., p. 331c.; σωφρονουσαι and μανεισαι, Phaedr., p. 244b.; ὁ μεμηνως ... ἐσωφρονησε, Apollod. 3,5, 1,6).<br /><b class="num">b.</b> to [[exercise]] [[self-control]]; i. e. α. to [[put]] a [[moderate]] [[estimate]] [[upon]] [[oneself]], [[think]] of [[oneself]] [[soberly]]: opposed to ὑπερφρονεῖν, β. to [[curb]] [[one]]'s passions, [[νήφω]] (as in Lucian, Nigrin. 6) (R. V. be of [[sound]] [[mind]] and be [[sober]]), 1 Peter 4:7. | |txtha=σωφρόνω; 1st aorist [[imperative]] σωφρονήσατε; ([[σώφρων]], [[which]] [[see]]); from Tragg., [[Xenophon]], [[Plato]] [[down]]; to be of [[sound]] [[mind]], i. e.<br /><b class="num">a.</b> to be in [[one]]'s [[right]] [[mind]]: of [[one]] [[who]] has ceased δαιμονίζεσθαι, ἐκστηναι, σωφρονων and μανεις are contrasted in [[Plato]], de rep. i., p. 331c.; σωφρονουσαι and μανεισαι, Phaedr., p. 244b.; ὁ μεμηνως ... ἐσωφρονησε, Apollod. 3,5, 1,6).<br /><b class="num">b.</b> to [[exercise]] [[self-control]]; i. e. α. to [[put]] a [[moderate]] [[estimate]] [[upon]] [[oneself]], [[think]] of [[oneself]] [[soberly]]: opposed to ὑπερφρονεῖν, β. to [[curb]] [[one]]'s passions, [[νήφω]] (as in Lucian, Nigrin. 6) (R. V. be of [[sound]] [[mind]] and be [[sober]]), 1 Peter 4:7. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σωφρονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> έχω [[σώες]] τις [[φρένες]], είμαι [[λογικός]], [[φρόνιμος]], [[γνωστικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[μετριοπαθής]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[δείχνω]] [[αυτοκυριαρχία]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[σωφρονέω]], <i>περὶ τοὺς θεούς</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα λογικά μου, [[βάζω]] [[μυαλό]], [[ανακτώ]] την [[αυτοκυριαρχία]] μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., <i>τὰ σεσωφρονημένα μοι</i>, αυτά που έχω πράξει με [[σύνεση]], με [[σωφροσύνη]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. σᾰοφ- Opp.H.3.446, AP5.301.11 (Agath.):—
A to be sound of mind, Hdt.3.35, Ev.Marc.5.15, Gal.15.449; ὃς ἦν φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν Babr.90.4. 2 to be temperate, moderate, show self-control, Heraclit.112,116 (v.l.), A.Pr.982, Pers.829, IG12.22.69, Antipho 2.2.5, Th.8.24, Pl.Phdr.244a, X.Cyr.8.1.30; τὸ σωφρονεῖν, = σωφροσύνη, A.Ag.1425, cf. 181, Ar.Nu.1061, 1071; ἐς Ἀφροδίτην σ. E.IA1159, cf. Ba.314 (s. v.l.); περὶ τοὺς θεούς X.Mem.1.1.20; of soldiers, σ. καὶ εὐτακτεῖν ib.3.5.21, cf. Lys.12.47; σ. καὶ ὁμονοεῖν And.1.109; opp. ὑπερφρονέω, Ep.Rom.12.3: with a part., πέμποντες σωφρονοῖμεν ἄν Pl.Men.90d. 3 come to one's senses, learn moderation, Hdt.3.64; σ. ὑπὸ στένει A.Eu.521 (lyr.); σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ ib.1000 (lyr.); οὐ σωφρονήσεις; S.Aj.1259; ἐσωφρόνησας Id.Ph.1259; σεσωφρονηκώς when he had recovered his senses, Pl. Phdr.241b. 4 Pass., τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ μοι things I had done with discretion, Aeschin.2.4.
German (Pape)
[Seite 1062] poet. σαοφρονέω, gesunder Seele, gesundes Geistes sein, bei gesundem, nüchternem Verstande sein, dah. klug, besonnen sein, bes. ohne Leidenschaften, enthaltsam, mäßig sein; γνώση διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν, Aesch. Ag. 1399, vgl. 1603; Prom. 984 u. öfter, wie Soph., z. B. εἴθ' ὐμιν ἀμφοῖν νοῦς γένοιτο σωφρονεῖν Ai. 1243, οὐ σωφρονήσεις; 1238; Eur., Ar. u. in Prosa; Ggstz von μαίνεσθαι, Plat. Phaedr. 244 a; νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν, 231, l; σεσωφρονηκώς, 241 b, u. öfter; Ggstz von ὑβρίζειν, Xen. Cyr. 8, 1, 30; auch = im Gehorsam bleiben, Ggstz des aufrührerischen Abfalles, 3, 2, 7 An. 7, 7, 30; öfter εἰ σωφρονεῖτε, wenn ihr klug seid.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονέω: ποιητικ. σᾰοφ-, Ὀππ. Ἁλ. 3. 446, Ἀνθ. Π. 5. 302. Ἔχω σώας τὰς φρένας, Ἡρόδ. 3. 35· ὃς ἦν φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν Βάβρ. 90, 4. 2) εἶμαι σώφρων, φρόνιμος, δείκνυμαι κύριος ἐμαυτοῦ, ἀντίθετον τῷ μαίνεσθαι, ὑβρίζειν, κλπ., Αἰσχύλ. Πρ. 982, Πέρσ. 829, Ἀριστοφ. Νεφ. 1061, 1071, Ἀντιφῶν 117. 14, Θουκ. 8. 24, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 30, πρβλ. ὑπερφρονέω· τὸ σωφρονεῖν = σωφροσύνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1425, πρβλ. 180· ― σ. ἐς Ἀφροδίτην Εὐρ. Ι. Α. 1159· περὶ τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 20· ― ἐπὶ στρατιωτῶν, σ. καὶ εὐτακτεῖν αὐτόθι 3. 5, 21· σ. καὶ ὁμονοεῖν Ἀνδοκ. 14 ἐν τέλει· μετὰ μετοχῆς· πέμποντες σωφρονοῖμεν ἂν Πλάτ. Μένων 90D. 3) συνέρχομαι, γίνομαι κύριος ἐμαυτοῦ, Ἡρόδ. 3. 64· σ. ὑπὸ στένει Αἰσχύλ. Εὐμ. 520· σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ αὐτόθι· οὐ σωφρονήσεις; Σοφ. Αἴ. 1259· ἐσωφρόνησας ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1259· σεσωφρονηκώς, ὅταν ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, ὅταν συνέλθῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 4) Παθ., τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ μοι, τὰ σωφρόνως πεπραγμένα, Αἰσχίν. 28. 21. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
litt. avoir l’esprit ou le corps sain :
1 être sensé, prudent, sage, avisé;
2 être tempérant, sobre, raisonnable;
3 être sage ou modéré dans ses désirs, être simple, modeste ; montrer des sentiments d’humilité.
Étymologie: σώφρων.
English (Strong)
from σώφρων; to be of sound mind, i.e. sane, (figuratively) moderate: be in right mind, be sober (minded), soberly.
English (Thayer)
σωφρόνω; 1st aorist imperative σωφρονήσατε; (σώφρων, which see); from Tragg., Xenophon, Plato down; to be of sound mind, i. e.
a. to be in one's right mind: of one who has ceased δαιμονίζεσθαι, ἐκστηναι, σωφρονων and μανεις are contrasted in Plato, de rep. i., p. 331c.; σωφρονουσαι and μανεισαι, Phaedr., p. 244b.; ὁ μεμηνως ... ἐσωφρονησε, Apollod. 3,5, 1,6).
b. to exercise self-control; i. e. α. to put a moderate estimate upon oneself, think of oneself soberly: opposed to ὑπερφρονεῖν, β. to curb one's passions, νήφω (as in Lucian, Nigrin. 6) (R. V. be of sound mind and be sober), 1 Peter 4:7.
Greek Monotonic
σωφρονέω: μέλ. -ήσω (σώφρων)·
1. έχω σώες τις φρένες, είμαι λογικός, φρόνιμος, γνωστικός, σε Ηρόδ.
2. είμαι μετριοπαθής, συνετός, φρόνιμος, δείχνω αυτοκυριαρχία, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· σωφρονέω, περὶ τοὺς θεούς, σε Ξεν.
3. συνέρχομαι, έρχομαι στα λογικά μου, βάζω μυαλό, ανακτώ την αυτοκυριαρχία μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. Παθ., τὰ σεσωφρονημένα μοι, αυτά που έχω πράξει με σύνεση, με σωφροσύνη, σε Αισχίν.