μεθύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(24)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεθύω]], Μ και μεθυῶ) [[μέθυ]]<br />[[είμαι]] μεθυσμένος, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] μέθης<br /><b>μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να μεθύσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ποτισμένος με [[κάτι]] («μεθύων ἐλαίῳ [[λύχνος]]», Βάβρ.)<br /><b>2.</b> κατέχομαι από κάποιο [[πάθος]] («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ναρκωμένος από [[κάτι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αποχαύνωσης<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μεθύειν</i><br />το [[μεθύσι]], η [[μέθη]].
|mltxt=(ΑM [[μεθύω]], Μ και μεθυῶ) [[μέθυ]]<br />[[είμαι]] μεθυσμένος, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] μέθης<br /><b>μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να μεθύσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ποτισμένος με [[κάτι]] («μεθύων ἐλαίῳ [[λύχνος]]», Βάβρ.)<br /><b>2.</b> κατέχομαι από κάποιο [[πάθος]] («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ναρκωμένος από [[κάτι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αποχαύνωσης<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μεθύειν</i><br />το [[μεθύσι]], η [[μέθη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθύω:''' ([[μέθυ]]), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο [[μεθύσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μεθώ]] με [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[μεθύω]] ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πράγματα, <i>βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ</i>, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε [[λάδι]], [[λίπος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από [[πάθος]], [[υπερηφάνεια]], κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθύω Medium diacritics: μεθύω Low diacritics: μεθύω Capitals: ΜΕΘΥΩ
Transliteration A: methýō Transliteration B: methyō Transliteration C: methyo Beta Code: mequ/w

English (LSJ)

[ῠ], (μέθυ), only pres. and impf.: fut. and aor. Act. belong to μεθύσκω (μεθύσας is f.l. in Nonn.D.28.211; μεθύσαντας is f.l. for -τες in Plu.2.239a), aor. being supplied by Pass. of μεθύσκω:—

   A to be drunken with wine, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς Od.18.240; μεθύων, opp. νήφων, Thgn.478,627, cf. Alc.Supp.4.12, Pi.Fr. 128, Ar.Pl.1048, PHal.1.193 (iii B. C.), etc.; μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου X. Smp.2.26; τὸ μεθύειν drunkenness, Antiph.187.2, Alex.43; τὸ μ. πημονῆς λυτήριον S.Fr.758.    II metaph.,    1 of things, to be drenched, steeped in any liquid, c. dat., e.g. βοείην . . μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390; μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Babr.114.1; [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. AP9.277 (Antiphil.).    2 of persons, to be intoxicated with passion, pride, etc., ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης X.Smp.8.21; ὑπὸ τρυφῆς Pl.Criti. 121a; ἔρωτι Anacr.19; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων D.4.49; περὶ τὰς ἡδονάς Philostr.VS1.22.1; οὐ μ. τὴν φρόνησιν Alex.301; μ. τὸ φίλημα AP5.304.    b to be stupefied, stunned, πληγαῖς μεθύων Theoc.22.98; ἐξ ὀδυνάων Opp.H.5.228, cf. Nonn.l.c.

German (Pape)

[Seite 114] nur praes. u. impf., trunken sein, vom Wein berauscht sein, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς, Od. 18, 240; Ggstz von νήφω, Theogn. 478. 627; ὄφρα μεθύω, Pind. frg. 90; τὸ μεθύειν πημονῆς λυτήριον, Soph. frg. 697 bei Ath. II, 39 f; μεθύωμεν, Eur. Cycl. 533; Ar. Equ. 104 u. öfter; μεθύοντες stehen den νήφοντες gegenüber Plat. Rep. III, 395 e. Auch übertr., ἐπειδὴ ὥςπερ μεθύομεν ὑπὸ τοῦ λόγου, Lys. 222 c, wie Luc. Nigr. 5; βοείην μεθύουσαν ἀλοιφῇ, Il. 17, 390, stark mit Oel getränkt; vgl. κώπην ἅλμης τὴν μεθύουσαν ἔτι, noch naß, Philp. 23 (VI, 38); auch πληγαῖς μεθύων, taumelnd vor Schlägen, Theocr. 22, 98; δέμας ὕπνοις μ., schlaftrunken, Opp. C. 2, 576. Die anderen tempp. zu dieser Bdtg werden aus dem pass. genommen, μεθυσθείς, Eur. Cycl. 166. S. μεθύσκω.

Greek (Liddell-Scott)

μεθύω: (μέθυ) εὕρηται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἀνήκουσιν εἰς τὸ μεθύσκω (πλὴν παρὰ μεταγεν., ὡς Πλούτ. 2. 239Α, Νόνν. Δ. 28. 211), ὁ δὲ ἀόρ. παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ παθ. μεθύσκω. Εἶμαι μεμεθυσμένος, διατελῶ ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ οἴνου, νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικὼς Ὀδ. Σ. 240· ἀντίθ. τῷ νήφω, Θέογν. 478, 627· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., καὶ Ἀττ. (πρβλ. λυτήριος)· μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου, ἐκ τῆς μέθης Ξεν. Συμπ. 2, 26, Διόδ. 16. 19· τὸ μεθύειν, ἡ μέθη, Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Δακτ.» 1. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πεποτισμένος, διάβροχος, πλήρης ὑγροῦ τινος, μετὰ δοτ., π. χ., βοείην... μεθύουσαν ἀλοιφῇ Ἰλ. Ρ. 390· μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Βάβρ. 114· 1· [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. Ἀνθ. Π. 9. 277. 2) μεταφορ., ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι μεμεθυσμένος, ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ἐκ πάθους τινός, ὡς, ἔρωτος, τρυφῆς, κ. τ. τ., ὡς τὸ Λατ. inebriari, ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης Ξεν. Συμπ. 8, 21· ὑπὸ τρυφῆς Πλάτ. Κριτί. 121Α· τῆς ἐλευθερίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 562D· ἔρωτι Ἀνακρ. 17· τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Δημ. 54. 9· οὐ μ. τὴν φρόνησιν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21· μ. τὸ φίλημα Ἀνθ. Π. 5. 305· - ἀλλά, πληγαῖς μεθύων, κεκαρωμένος ἐκ τῶν κτυπημάτων, Θεόκρ. 22. 98· ἐξ ὀδυνάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 228. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ; les autres temps se confondent avec ceux de μεθύσκω;
1 être ivre au propre et au fig.
2 être mouillé, trempé, inondé : ἀλοιφῇ IL inondé ou imprégné de graisse.
Étymologie: μέθυ.

English (Autenrieth)

(μέθυ): be drunken, fig., soaked, Od. 17.390.

English (Slater)

μεθῠω
   1 be drunken ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.

English (Strong)

from another form of μέθη; to drink to intoxication, i.e. get drunk: drink well, make (be) drunk(-en).

English (Thayer)

(from μέθυ, see μέθη); from Homer down; the Sept. for רָוָה and שָׁכַר; to be drunken: Buttmann, 62 (54)); ἐκ τοῦ αἵματος (see ἐκ, II:5; Tr marginal reading τῷ αἵματι), of one who has shed blood profusely, Pliny, h. n. 14,28 (22) ebrius jam sanguine civium et tanto magis eum sitiens).

Greek Monolingual

(ΑM μεθύω, Μ και μεθυῶ) μέθυ
είμαι μεθυσμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης
μσν.
κάνω κάποιον να μεθύσει
αρχ.
1. είμαι ποτισμένος με κάτι («μεθύων ἐλαίῳ λύχνος», Βάβρ.)
2. κατέχομαι από κάποιο πάθος («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον. Αλ.)
3. είμαι ναρκωμένος από κάτι, βρίσκομαι σε κατάσταση αποχαύνωσης
4. (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μεθύειν
το μεθύσι, η μέθη.

Greek Monotonic

μεθύω: (μέθυ), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο μεθύσκω·
I. μεθώ με κρασί, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· μεθύω ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν.
II. 1. μεταφ., λέγεται για πράγματα, βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε λάδι, λίπος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από πάθος, υπερηφάνεια, κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.