δυσκέλαδος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκέλαδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κακόηχος]], [[κακόφωνος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δυσκέλαδος]] [[ζήλος]]» — [[φθόνος]], [[κακόγλωσσος]], [[κακεντρεχής]]. | |mltxt=[[δυσκέλαδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κακόηχος]], [[κακόφωνος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δυσκέλαδος]] [[ζήλος]]» — [[φθόνος]], [[κακόγλωσσος]], [[κακεντρεχής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσκέλᾰδος:''' -ον, [[κακόηχος]], [[δυσαρμονικός]], στριγγλιστός, [[τσιριχτός]], [[φάλτσος]], [[παράφωνος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ill-sounding, shrieking, φόβος Il.16.357; ζῆλος δ. envy with its tongue of malice, Hes.Op.196; δ. ὕμνος Ἐρινύος A.Th. 867 (anap.), cf. Fr.451 I; μοῦσα E.Ion1098 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 682] mißtönend, lärmend, φόβος, die Flucht, auf der alles durcheinander lärmt, Il. 16, 357, ἅπαξ εἰρημέν.; ζῆλος, der böse Gerüchte verbreitende Neid, Hes. O. 195; ὕμνος Ἐρινύος Aesch. Spt 867; vgl. Eur. Ion 1090; μοῦσα 1098; ἄσθματα Agath. 69 (XI, 382); φάμα, übler Ruf, Eur. Med. 420.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, φόβος Ἰλ. Π. 357· ζῆλος δ., φθόνος κακόγλωσσος, Ἡσ. Ἐργ.κ. Ἡμ. 194· δ. ὕμνος Ἐρινύος Αἰσχύλ. Θήβ. 867· μοῦσα Εὐρ. Ἴωνι 1098.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait pousser des cris de frayeur;
2 au son ou à la parole terrible.
Étymologie: δυσ-, κέλαδος.
Greek Monolingual
δυσκέλαδος, -ον (Α)
1. κακόηχος, κακόφωνος
2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» — φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής.
Greek Monotonic
δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, δυσαρμονικός, στριγγλιστός, τσιριχτός, φάλτσος, παράφωνος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.