ἐλεημοσύνη: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(11) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐλεημοσύνη]])<br /><b>1.</b> [[συμπαράσταση]] [[προς]] τους πάσχοντες, [[ευσπλαγχνία]]<br /><b>2.</b> χρηματική ή [[άλλη]] [[βοήθεια]] [[προς]] τους φτωχούς και τους πάσχοντες<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[επιείκεια]], [[μετριοπάθεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατανόηση]]. | |mltxt=η (AM [[ἐλεημοσύνη]])<br /><b>1.</b> [[συμπαράσταση]] [[προς]] τους πάσχοντες, [[ευσπλαγχνία]]<br /><b>2.</b> χρηματική ή [[άλλη]] [[βοήθεια]] [[προς]] τους φτωχούς και τους πάσχοντες<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[επιείκεια]], [[μετριοπάθεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατανόηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλεημοσύνη:''' ἡ, [[οίκτος]], [[συμπάθεια]], [[έλεος]]· [[βοήθεια]] στους φτωχούς, [[φιλανθρωπία]], Αγγλ. alms = [[ελεημοσύνη]] (η οποία δημιουργήθηκε από [[παραφθορά]] και [[σύντμηση]] της ελλ. λέξης), σε Καινή Διαθήκη κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A pity, mercy, Call.Del.152. 2 charity, alms, LXX To.4.7, Ev.Matt.6.2, D.L.5.17.
German (Pape)
[Seite 794] ἡ, Mitleid, Erbarmen; Callim. Del. 151; bes. gegen Arme, Unterstützung, Almosengeben, D. L. 5, 17; N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεημοσύνη: ἡ, οἶκτος, ἔλεος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 152. 2) βοήθεια εἰς τοὺς πτωχούς, ἐλεημοσύνη, ἐκ τῆς λέξεως ταύτης ἔγεινε κατὰ παραφθορὰν ἡ Ἀγγλ. almus, ἡ Γερμ. Almosen, καὶ ἡ Σκωτικὴ awmous). Διογ. Λ. 5. 17, Καιν. Διαθ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
don charitable, aumône.
Étymologie: ἐλεήμων.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 compasión, piedad μὴ σύ ... πάθῃς κακὸν ... τῆσδε ἀντ' ἐλεημοσύνης no sufras tú algún mal por este acto de compasión Call.Del.152, κἀπὶ τῆς ψυχῆς εἰσιν εὐκαταφορίαι οἷον ... ἐ. también en el alma anidan inclinaciones como por ejemplo la compasión Chrysipp.Stoic.3.103, ἵνα ἐλεημοσύνης τύχωμεν PCair.Zen.495.10 (III a.C.), cf. PAbinn.19.25 (IV d.C.), POxy.130.6 (VI d.C.).
2 limosna ποιεῖν ἐλεημοσύνην dar limosna LXX To.4.7, cf. Eu.Matt.6.2, Act.Ap.10.2, πονηρῷ ἀνθρώπῳ ἐλεημοσύνην ἔδωκεν D.L.5.17.
English (Strong)
from ἔλεος; compassionateness, i.e. (as exercised towards the poor) beneficence, or (concretely) a benefaction: alms(-deeds).
English (Thayer)
ἐλεημοσύνης, ἡ (ἐλεήμων), the Sept. for חֶסֶד and צְדָקָה (see δικαιοσύνη, 1b.);
1. mercy, pity (Callimachus (260 B.C.>) in Del. 152; as exhibited in giving alms, charity: ποιεῖν ἐλεημοσύνην, to practise the virtue of mercy or beneficence, to show one's compassion (A. V. do alms) (cf. the similar phrases δικαιοσύνην, ἀλήθειαν, etc. ποιεῖν), 2,3, (חֶסֶד עָשָׂה, ἐλεημοσύνας, acts of beneficence, benefactions (cf. Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (67)), εἰς τινα, the benefaction itself, a donation to the poor, alms (the German Almosen (and the English alms) being (alike) a corruption of the Greek word): ἐλεημοσύνην διδόναι (Diogenes Laërtius 5,17)), αἰτεῖν, λαμβάνειν, πρός τήν ἐλεημοσύνην for (the purpose of asking) alms, Acts 10:4,31.
Greek Monolingual
η (AM ἐλεημοσύνη)
1. συμπαράσταση προς τους πάσχοντες, ευσπλαγχνία
2. χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες
μσν.- νεοελλ.
επιείκεια, μετριοπάθεια
μσν.
κατανόηση.
Greek Monotonic
ἐλεημοσύνη: ἡ, οίκτος, συμπάθεια, έλεος· βοήθεια στους φτωχούς, φιλανθρωπία, Αγγλ. alms = ελεημοσύνη (η οποία δημιουργήθηκε από παραφθορά και σύντμηση της ελλ. λέξης), σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.