ἐπαινός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αίνος]] «[[λόγος]], [[έπαινος]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔπαινος]], το και σπαν. έπαινον, το (Μ)<br /><b>1.</b> [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) [[δόξα]]<br />β) [[μεγαλείο]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — [[είμαι]] [[ευτυχής]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αίνος]] «[[λόγος]], [[έπαινος]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔπαινος]], το και σπαν. έπαινον, το (Μ)<br /><b>1.</b> [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) [[δόξα]]<br />β) [[μεγαλείο]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — [[είμαι]] [[ευτυχής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαινός:''' συναντάται μόνο στο θηλ. [[ἐπαινή]], τρομερή, φοβερή, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαινός Medium diacritics: ἐπαινός Low diacritics: επαινός Capitals: ΕΠΑΙΝΟΣ
Transliteration A: epainós Transliteration B: epainos Transliteration C: epainos Beta Code: e)paino/s

English (LSJ)

ή, όν, only in fem. ἐπαινή,

   A awesome, epith. of Περσεφόνεια in Il.9.457, Od.10.491, al., Hes.Th.[768]; of Hecate, Luc.Nec.9; of Demeter, prob. in AP11.42 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 895] ή, όν, nur im fem. ἐπαινὴ Περσεφόνεια, Il. 9, 457. 569 Od. 10, 491. 534. 11, 47 Hes. Th. 768, nach den Alten δεινή, φοβερά, also verstärkt für αἰνή, denn sie ist die Göttinn des furchtbaren Todtenreichs, oder nach den Schol. κατ' ἀντί. φρασιν ἣν οὐκ ἄν τις ἐπαινέσειεν, auch wohl ἣν ἄν τις ἐπαινῶν παραιτήσαιτο, ὡς παραιτητήν, Plut. aud. poet. 5 p. 86, also euphemistisch, die Gepriesene, schwerlich richtig; Buttm. Lexil. II p. 114 ff. schreibt ἐπ' αἰνή, da in den erwähnten Stellen sie immer neben dem Hades genannt wird, u. dazu die furchtbare P.; nur bei Luc. Necyom. 9 steht sie allein.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαινός: -ή, -όν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Ι. 457, 569, ἐν Ὀδ. Κ. 491, 534., Λ 47, καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 768, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. (ἐπαινὴ Περσεφόνεια) ὡς ἐπίθετον τῆς θεᾶς ὅταν ἀναφέρηται μετὰ τοῦ ῞ᾼδου· οὕτω καὶ παρὰ τῷ Λουκ. ἐν Νεκ. 9 μετὰ τῆς Ἑκάτης (διότι ἄλλως καλεῖται ἀγαυή, κτλ.). Κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἐπίτασις τοῦ ἁπλοῦ αἰνή, καθ’ ὑπερβολὴν δεινή, φοβερά, ἀλλὰ τοῦτο ὁ Βουττμ. (Λεξίλογ. ἐν λ. αἶνος 3) ἀπορρίπτει ὡς ἀντίθετον τῇ ἀναλογία, καὶ ἀναγινώσκει διῃρημένως. ἐπ’ αἰνὴ Περσεφόνεια, προσέτι ἡ φοβερὰ Περσ. Ἄλλοι πάλιν θεωροῦσι τὸ ἐπαινὴ ὡς ἐπιτομὴν τοῦ ἐπαινετή, κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ ἀμύμων, κτλ. - Ἀρσενικὸν ἢ οὐδέτ. τῆς λέξεως δὲν ἀπαντᾷ.

English (Autenrieth)

(αἰνός): only fem.; the dread Persephone, consort of Hades.

Greek Monolingual

ἐπαινος, -ή, -όν (Α)
(μόνο στο θηλ.) ως χαρακτηριστικό επίθ. της Περσεφόνης στον Όμηρο και Ησίοδο) δεινή, φοβερή («Ζεύς τε καταχθόνιος καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια», Ομ. Ιλ.)
επίσης της Εκάτης, στον Λουκιανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αινός «δεινός, φοβερός»].

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἔπαινος)
η ενέργεια του επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο
νεοελλ.
δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας»)
μσν.
1. (για τον θεό) δόξα
2. (ως προσφώνηση) μακάριος
αρχ.
1. συμβουλή, παραίνεση
2. συναίνεση, αμοιβαία συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίνος «λόγος, έπαινος»].———————— (II)
ἔπαινος, το και σπαν. έπαινον, το (Μ)
1. έπαινος
2. επαινετικός λόγος, εγκώμιο
3. (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) δόξα
β) μεγαλείο
4. φήμη
5. φρ. «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — είμαι ευτυχής.

Greek Monotonic

ἐπαινός: συναντάται μόνο στο θηλ. ἐπαινή, τρομερή, φοβερή, σε Όμηρ.