Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κνίψ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνίψ]], -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[σκνίπα]] («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' [[ἄττα]], <i>κνῖπες</i>, οἵ, [[ὅταν]] ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[μυρμήγκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κνῑπες</i><br />α) καταφαγωμένα μάτια<br />β) ζωύφια που τρώνε το [[ξύλο]] («κνῑπες<br />ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει [[μάλλον]] στην [[ίδια]] [[μεγάλη]] [[οικογένεια]] με τα [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνύω]], [[κνίδη]], [[κνῖσα]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «[[τσιμπώ]]», όπως [[είναι]] τα λεττον. <i>kniebt</i>, <i>knipet</i> και το μσν. ολλ. <i>nipen</i>. Έχει [[ωστόσο]] διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[δάνειο]] αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η [[λαιμαργία]] του εντόμου έδωσε στο [[κνιπός]] τη σημ. «[[πλεονέκτης]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν <i>κνῖπες</i> και η φλόγωσή τους [[κνιπότης]]. Τέλος, η φωνητική [[ομοιότητα]] με τα [[κνέφας]], [[κνεφαίος]] έδωσαν τη σημ. «[[σκοτεινός]]» στα [[σκνιφαίος]], <i>σκνιφόν</i>. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[κνίπειος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνιπολόγος]].
|mltxt=[[κνίψ]], -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[σκνίπα]] («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' [[ἄττα]], <i>κνῖπες</i>, οἵ, [[ὅταν]] ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[μυρμήγκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κνῑπες</i><br />α) καταφαγωμένα μάτια<br />β) ζωύφια που τρώνε το [[ξύλο]] («κνῑπες<br />ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει [[μάλλον]] στην [[ίδια]] [[μεγάλη]] [[οικογένεια]] με τα [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνύω]], [[κνίδη]], [[κνῖσα]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «[[τσιμπώ]]», όπως [[είναι]] τα λεττον. <i>kniebt</i>, <i>knipet</i> και το μσν. ολλ. <i>nipen</i>. Έχει [[ωστόσο]] διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[δάνειο]] αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η [[λαιμαργία]] του εντόμου έδωσε στο [[κνιπός]] τη σημ. «[[πλεονέκτης]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν <i>κνῖπες</i> και η φλόγωσή τους [[κνιπότης]]. Τέλος, η φωνητική [[ομοιότητα]] με τα [[κνέφας]], [[κνεφαίος]] έδωσαν τη σημ. «[[σκοτεινός]]» στα [[σκνιφαίος]], <i>σκνιφόν</i>. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[κνίπειος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνιπολόγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνίψ:''' ὁ, γεν. <i>κνῑπός</i>, ονομ. πληθ. <i>κνῖπες</i>, όπως το [[σκνίψ]], μικρό [[έντομο]] που δαγκώνει σύκα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίψ Medium diacritics: κνίψ Low diacritics: κνιψ Capitals: ΚΝΙΨ
Transliteration A: kníps Transliteration B: knips Transliteration C: knips Beta Code: kni/y

English (LSJ)

(ἡ v.l. in Arist., v. infr.), gen. κνῑπός, nom. pl. κνῖπες,

   A = σκνίψ, small creatures which infest fig and oak trees and devour the fig-insect (ψήν), Ar.Av.590, Arist.HA534b19, Thphr.HP2.8.3, 4.14.10; small ants acc. to Arist.Sens.444b12.    II pl., = ὄμματα περιβεβρωμένα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1463] κνιπός, ὁ, auch σκνίψ, eine kleine Ameisenart, welche dem Honig nachgeht, auch die Feigen annagt; εἶθ' οἱ κνῖπες καὶ ψῆνες ἀεὶ τὰς συκᾶς οὐ κατέδονται Ar. Av. 590; Arist. H. A. 4, 8 u. öfter. – Uebh. Insekten, welche im Holz, unter der Rinde der Bäume leben, Theophr. – Sp. auch fem., vgl. Lob. zu Phryn. 400.

Greek (Liddell-Scott)

κνίψ: ὁ, γεν. κνῑπός, ὀνομ. πληθ. κνῖπες· ― ὡς τὸ σκνίψ, μικρὸν εἶδος ἐντόμου τρώγοντος τὰ σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 590, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 26. ΙΙ. κνῖπες, διάφορα εἴδη ἐντόμων ζώντων ὑπὸ τὸν φλοιὸν δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 3., 4 14, 10, κτλ.· πρβλ. κνιπολόγος. ― Τὸ θηλυκ. ἡ κνὶψ ἀπαντᾷ ἐνίοτε, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400. (Πρβλ. κνιπός).

French (Bailly abrégé)

κνιπός (ὁ, ἡ)
différents petits insectes mal identifiés.
Étymologie: DELG rapport plausible avec κναίω, κνίζω, κνύω.

Greek Monolingual

κνίψ, -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)
1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)
2. μικρό μυρμήγκι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κνῑπες
α) καταφαγωμένα μάτια
β) ζωύφια που τρώνε το ξύλο («κνῑπες
ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει μάλλον στην ίδια μεγάλη οικογένεια με τα κνίζω, κνῶ, κνύω, κνίδη, κνῖσα κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «τσιμπώ», όπως είναι τα λεττον. kniebt, knipet και το μσν. ολλ. nipen. Έχει ωστόσο διατυπωθεί και η άποψη ότι αποτελεί δάνειο αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η λαιμαργία του εντόμου έδωσε στο κνιπός τη σημ. «πλεονέκτης, φιλάργυρος, τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν κνῖπες και η φλόγωσή τους κνιπότης. Τέλος, η φωνητική ομοιότητα με τα κνέφας, κνεφαίος έδωσαν τη σημ. «σκοτεινός» στα σκνιφαίος, σκνιφόν. ΠΑΡ αρχ. κνίπειος
αρχ.-μσν.
κνιπός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνιπολόγος.

Greek Monotonic

κνίψ: ὁ, γεν. κνῑπός, ονομ. πληθ. κνῖπες, όπως το σκνίψ, μικρό έντομο που δαγκώνει σύκα, σε Αριστοφ.