λήκυθος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[λήκυθος]], δωρ. τ. [[λάκυθος]])<br />μικρού ή μεσαίου μεγέθους [[αγγείο]] σε [[σχήμα]] φιάλης, με μία [[λαβή]], στενό λαιμό και βαθύ [[στόμιο]], στο οποίο, [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], έβαζαν αρωματικά λάδια [[είτε]] για [[χρήση]] τών ζώντων [[είτε]] για [[προσφορά]] στους νεκρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[διεύρυνση]] σωληνοειδούς οργάνου ή πόρου, όπως [[είναι]] οι λήκυθοι τών ημικύκλιων σωλήνων του αφτιού, η [[λήκυθος]] του Φάτερ στο [[τοίχωμα]] του δωδεκαδάκτυλου και η [[κοπροδόχος]] [[λήκυθος]] του ορθού στο [[έντερο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χόνδρος]] του λάρυγγα ο [[οποίος]] προεξέχει, το [[μήλο]] του Αδάμ, το [[καρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λήκυθοι</i><br />στομφώδη ρητορικά σχήματα, [[ρητορικός]] [[στολισμός]] του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος που [[είναι]] πιθ. δάνεια λ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[λεκάνη]], [[λοξός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ληκύθειος]], [[ληκυθιάδες]], [[ληκυθίζω]], [[ληκύθιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ληκυθοποιός]], [[ληκυθοπώλης]], [[ληκυθουργός]], [[ληκυθοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ληκυθοειδής</i>. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αυτολήκυθος]], [[μονολήκυθος]], [[ξυστρολήκυθος]], [[στλεγγιδολήκυθος]]. | |mltxt=η (Α [[λήκυθος]], δωρ. τ. [[λάκυθος]])<br />μικρού ή μεσαίου μεγέθους [[αγγείο]] σε [[σχήμα]] φιάλης, με μία [[λαβή]], στενό λαιμό και βαθύ [[στόμιο]], στο οποίο, [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], έβαζαν αρωματικά λάδια [[είτε]] για [[χρήση]] τών ζώντων [[είτε]] για [[προσφορά]] στους νεκρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[διεύρυνση]] σωληνοειδούς οργάνου ή πόρου, όπως [[είναι]] οι λήκυθοι τών ημικύκλιων σωλήνων του αφτιού, η [[λήκυθος]] του Φάτερ στο [[τοίχωμα]] του δωδεκαδάκτυλου και η [[κοπροδόχος]] [[λήκυθος]] του ορθού στο [[έντερο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χόνδρος]] του λάρυγγα ο [[οποίος]] προεξέχει, το [[μήλο]] του Αδάμ, το [[καρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λήκυθοι</i><br />στομφώδη ρητορικά σχήματα, [[ρητορικός]] [[στολισμός]] του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος που [[είναι]] πιθ. δάνεια λ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[λεκάνη]], [[λοξός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ληκύθειος]], [[ληκυθιάδες]], [[ληκυθίζω]], [[ληκύθιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ληκυθοποιός]], [[ληκυθοπώλης]], [[ληκυθουργός]], [[ληκυθοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ληκυθοειδής</i>. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αυτολήκυθος]], [[μονολήκυθος]], [[ξυστρολήκυθος]], [[στλεγγιδολήκυθος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λήκῠθος:''' Δωρ. [[λάκυθος]][ᾶ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[δοχείο]] λαδιού, [[μπουκάλι]] λαδιού, [[λαδικό]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· αρωματοθήκη, [[θήκη]] για μυρωδικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., ρητορικά σχήματα, [[επιτήδευση]], φράσεις τραγωδίας, Λατ. ampullae, σε Κικ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
(Dor. λάκυθος [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ἡ,
A oil-flask, δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, cosmetics, etc., S.Fr.130; αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k. 2 in pl., rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4. II projecting cartilage on the gullet, Adam's apple, = βρόχθος, Clearch.72.
Greek (Liddell-Scott)
λήκῠθος: ἡ, ἐλαιδόχον ἀγγεῖον, κοινῶς «ῥοΐ», ἀγγεῖον ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, κτλ., Λατ. arcula pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, ἐπιτήδευσις περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς καλλωπισμός, τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, ληκυθίζω, ἐπιληκυθίστρια· οὕτως ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ χρῆσις αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη παροιμιώδης ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. ληκύθιον ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων χόνδρος τοῦ λάρυγγος, τὸ μῆλον τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ βρόχθος, Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. petit vase, particul. :
1 burette à huile;
2 lécythe, fiole à parfums, à onguents;
3 fig. enflure de style, mots emphatiques, style ampoulé (cf. lat. ampulla);
II. cartilage saillant de la gorge, pomme d’Adam (d’ord. βρόχθος).
Étymologie: DELG t. techn. qui risque d’être emprunté.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (Α λήκυθος, δωρ. τ. λάκυθος)
μικρού ή μεσαίου μεγέθους αγγείο σε σχήμα φιάλης, με μία λαβή, στενό λαιμό και βαθύ στόμιο, στο οποίο, κατά την αρχαιότητα, έβαζαν αρωματικά λάδια είτε για χρήση τών ζώντων είτε για προσφορά στους νεκρούς
νεοελλ.
ανατ. διεύρυνση σωληνοειδούς οργάνου ή πόρου, όπως είναι οι λήκυθοι τών ημικύκλιων σωλήνων του αφτιού, η λήκυθος του Φάτερ στο τοίχωμα του δωδεκαδάκτυλου και η κοπροδόχος λήκυθος του ορθού στο έντερο
αρχ.
1. ο χόνδρος του λάρυγγα ο οποίος προεξέχει, το μήλο του Αδάμ, το καρύδι
2. στον πληθ. αἱ λήκυθοι
στομφώδη ρητορικά σχήματα, ρητορικός στολισμός του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος που είναι πιθ. δάνεια λ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα λεκάνη, λοξός.
ΠΑΡ. αρχ. ληκύθειος, ληκυθιάδες, ληκυθίζω, ληκύθιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ληκυθοποιός, ληκυθοπώλης, ληκυθουργός, ληκυθοφόρος
νεοελλ.
ληκυθοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αυτολήκυθος, μονολήκυθος, ξυστρολήκυθος, στλεγγιδολήκυθος.
Greek Monotonic
λήκῠθος: Δωρ. λάκυθος[ᾶ], ἡ,
I. δοχείο λαδιού, μπουκάλι λαδιού, λαδικό, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· αρωματοθήκη, θήκη για μυρωδικά, σε Αριστοφ.
II. στον πληθ., ρητορικά σχήματα, επιτήδευση, φράσεις τραγωδίας, Λατ. ampullae, σε Κικ. (αμφίβ. προέλ.).