καταπονέω: Difference between revisions
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποτάσσω]] [[μετά]] από σκληρή [[μάχη]] — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν. | |lsmtext='''καταπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποτάσσω]] [[μετά]] από σκληρή [[μάχη]] — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπονέω:''' <b class="num">1)</b> ослаблять, изнурять (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> мучить, терзать (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; [[Ἡρακλῆς]] ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A subdue, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D.S.3.37, cf. Heraclit.Incred.11: in fut. Med., τὰς ὀλίγας ναῦς ταῖς πολλαπλασίαις D.S.11.15; worst in a lawsuit, POxy.1101.9 (iv A. D.):—Pass., to be subdued, reduced, worn out, δῆμος -πεπονημένος Aeschin.2.36, cf. Plb.29.27.11, D.S.11.6; πάντα ταῖς ἐνδελεχείαις -πονεῖται πράγματα Men.744; to be exhausted, τῷ θάλπει Gal.10.715. 2 handle roughly, crush, damage, τὰ -πονούμενα καὶ συμπατούμενα Thphr.HP8.7.5; maltreat, oppress, esp. in Pass., ὑπὸ τῶν τυράννων, ὑπὸ τῶν τελωνῶν, Arist.Fr.575, BGU1188.17 (Aug.), cf. Act.Ap.7.24, Diog.Oen.1. 3 digest food, Sor.2.32 (Pass.). II intr. in pf. part. -πεπονηκώς ruinous, Procop.Aed.1.4,8.
German (Pape)
[Seite 1371] durch Arbeit, Anstrengung ermüden, überwältigen, übh. schwächen, bewältigen; Men. Stob. fl. 29, 19; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Pol. 40, 7, 3; καταπεπονημένη βασιλεία 29, 11, 11; τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς καταπονήσαντες τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D. Sic. 3, 37; pass., 11, 6. 13, 51, wie a. Sp.; νόσῳ καταπονηθείς D. L. 5, 68.
Greek (Liddell-Scott)
καταπονέω: καταβάλλω μετὰ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Διόδ. 3. 37· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτ. 11. 15· οὔπω ἡ τοῦ αἵματος ῥύσις αὐτὸν κατεπόνησεν Εὐστ. σ. 886, 8. ― Παθ., καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι, νικῶμαι, Αἰσχίν. 33. 8· πάντα ταῖς ἐντελεχείαις καταπονεῖται Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 192, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. 537· τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας καταπεπονημένης Διόδ. 11, 6· τὸν Καλλικρατίδαν πανταχόθεν τιτρωσκόμενον καταπονηθῆναι ὁ αὐτ. 13, 99.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accabler, abattre, épuiser, acc..
Étymologie: κατάπονος.
English (Strong)
from κατά and a derivative of πόνος; to labor down, i.e. wear with toil (figuratively, harass): oppress, vex.
English (Thayer)
καταπόνω: present passive participle καταπονουμενος; properly, to tire down with toil, exhaust with labor; hence, to afflict or oppress with evils; to make trouble for; to treat roughly: τινα, in passive, R. V. sore distressed). (Hippocrates, Theophrastus, Polybius, Diodorus, Josephus, Aelian, others.)
Greek Monotonic
καταπονέω: μέλ. -ήσω, υποτάσσω μετά από σκληρή μάχη — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
καταπονέω: 1) ослаблять, изнурять (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog. L.);
2) мучить, терзать (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого.