ἐπισκιάζω: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπισκιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[ρίχνω]] [[σκιά]] πάνω σε, [[σκιάζω]], [[επισκιάζω]], [[καλύπτω]] [[κάτι]], σε Ηρόδ., Κ.Δ. — Παθ., <i>λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη</i>, βλέποντας [[κρυφά]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπισκιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[ρίχνω]] [[σκιά]] πάνω σε, [[σκιάζω]], [[επισκιάζω]], [[καλύπτω]] [[κάτι]], σε Ηρόδ., Κ.Δ. — Παθ., <i>λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη</i>, βλέποντας [[κρυφά]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισκιάζω:''' <b class="num">1)</b> покрывать тенью, осенять (τινί и τινά NT): τῇ πτέρυγι [[τήν]] Ἀσίαν ἐ. Her. (одним) крылом покрыть тенью Азию (сон Кира Старшего);<br /><b class="num">2)</b> погружать во тьму ([[ἥλιος]], δυόμενος πάντα ἐπισκιάζεσθαι ποιεῖ Sext.; перен. τὸν βίον τινός Luc.);<br /><b class="num">3)</b> укрывать, скрывать (ὁ [[τύμβος]] ἐπισκιάζει τινά Anth.): λαθραῖον [[ὄμμα]] ἐπεσκιασμένη Soph. укрыв во тьме (свой) глаз, т. е. спрятавшись в темноте. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A throw a shade upon, overshadow, τῇ [πτέρυγι] τὴν Ἀσίην Hdt.1.209. cf. Arist.GA780a30, Thphr.CP2.18.3, Ev.Matt.17.5: c.dat., Thphr.Sens.79, Ev.Marc.9.7:—Pass., Ph.1.262, al.; opp. φωτίζειν, S.E.P.1.141:—Med., -σκιάζεσθαι τὸν ἥλιον to ward off the sun's rays, Gp.5.29.3: metaph., conceal, obscure, ἀλήθειαν πλάσμασι μυθικοῖς Ph.1.41, etc.; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασιν ἐ. Junc. ap. Stob.4.50.95; τὴν θωπείαν, τὸν βίον, Luc.Hist.Conscr.11, v.l. in Cal.1:—Pass., τῇ εὐγενεία Hdn.2.10.3; λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη keeping a hidden watch, S.Tr.914. 2. darken, obscure, Ph.2.223 (Pass.): metaph., ἀφροσύνη ἐ. ψυχήν Id.1.685, al. 3. of the Divine presence, overshadow for protection, etc., τινί LXXPs.90(91).4; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος ib.139(140).8; δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι Ev.Luc.1.35. 4. Pass., to be weak-sighted, Vett.Val.111.1.
German (Pape)
[Seite 979] beschatten, verbergen, λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη 'φρούρουν Soph. Tr. 910, d. i. aus dem Verborgenen; τῇ μὲν τῶν πτερύγων τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν Her. 1, 209; Arist. gen. an. 5, 1; öfter bei Sp., wie N. T., sowohl τινί, als τινά; ὁ τύμβος τινὰ ἐπισκιάζει Arist. ep. 3 (App. 9, 10). – Auch übertr., ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀπάτη ἐπισκιάζουσιν αὐτούς Luc. Calumn. 1; Tim. 27; Ggstz von φωτίζειν, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 141; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασι Iunc. Stob. fl. 117, 9; τὸ ἐπαχθὲς τοῦ λόγου ἐπεσκίασται τῷ ἀναγκαίῳ τῆς ἀπολογίας D. Hsl.; vgl. Hdn. 2, 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκιάζω: μέλλ. -άσω, ἐπιρρίπτω σκιὰν ἐπάνω εἴς τι, Λατ. obumbrare, τῇ πτέρυγι τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 1. 209, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 5· μετὰ δοτ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 79, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 7. ΙΙ. ἐπισκοτίζω, ἀμαυρῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 30· ἀντίθετον τῷ φωτίζειν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 141· μεταφ., ἐπικαλύπτω, τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασιν ἐπ. Ἰούγκου ἐκ τοῦ Περὶ Γήρως παρὰ Στοβ. 597 ἐν τέλει· οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 11· τὸν ἑκάστου βίον ἐπισκιάζουσα (διάφ. γρ. ἐπηλυγάζουσα) ὁ αὐτ. π. Διαβολῆς 1· τῇ εὐγενείᾳ Ἡρῳδιαν. 2. 10: ― Παθ., λαθραῖον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη, βλέπουσα κρυφίως, Σοφ. Τρ. 914.
French (Bailly abrégé)
couvrir d’ombre ou d’obscurité, acc. ; p. ext. plonger dans l’obscurité ; Pass. λαθραῖον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη SOPH tenant mes yeux cachés dans l’ombre.
Étymologie: ἐπί, σκιά.
English (Strong)
from ἐπί and a derivative of σκιά; to cast a shade upon, i.e. (by analogy) to envelop in a haze of brilliancy; figuratively, to invest with preternatural influence: overshadow.
English (Thayer)
(imperfect ἐπεσκιαζον, L marginal reading T Tr text WH); future ἐπισκιάσω; 1st aorist ἐπεσκίασα; to throw a shadow upon, to envelop in shadow, to overshadow: τίνι, τινα, τίνι, obscuring: Herodotus 1,209; Sophocles, Aristotle, Thcophr., Philo, Lucian, Herodian, Geoponica. the Sept. for סָכַך to cover, שָׁכַן, ἐπεσκίαζεν ἐπί τήν σκηνήν ἡ νεφέλη; (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 7).)
Greek Monolingual
(AM ἐπισκιάζω)
ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι («νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ)
νεοελλ.
με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι
αρχ.-μσν.
(για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῡ Ὑψίστου ἐπισκιάσει Σοι», ΚΔ)
μσν.
εμποδίζω κάποιον να δει
αρχ.
1. καλύπτω, κρύβω («οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν», Λουκιαν.)
2. παθ. ἐπισκιάζομαι
α) κρύβομαι από εχθρικά ή αδιάκριτα βλέμματα («λαθραῑον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη», Σοφ.)
β) έχω ασθενική όραση.
Greek Monotonic
ἐπισκιάζω: μέλ. -άσω, ρίχνω σκιά πάνω σε, σκιάζω, επισκιάζω, καλύπτω κάτι, σε Ηρόδ., Κ.Δ. — Παθ., λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη, βλέποντας κρυφά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκιάζω: 1) покрывать тенью, осенять (τινί и τινά NT): τῇ πτέρυγι τήν Ἀσίαν ἐ. Her. (одним) крылом покрыть тенью Азию (сон Кира Старшего);
2) погружать во тьму (ἥλιος, δυόμενος πάντα ἐπισκιάζεσθαι ποιεῖ Sext.; перен. τὸν βίον τινός Luc.);
3) укрывать, скрывать (ὁ τύμβος ἐπισκιάζει τινά Anth.): λαθραῖον ὄμμα ἐπεσκιασμένη Soph. укрыв во тьме (свой) глаз, т. е. спрятавшись в темноте.