πύελος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πύελος:''' ἡ, σκαφίδι, [[μακριά]] ταΐστρα ή [[σκάφη]] για την [[τροφή]] των ζώων, σε Ομήρ. Οδ.· [[λουτήρας]], σε Αριστοφ.· [[λεκάνη]], [[σκεύος]] του μαγειρείου, στον ίδ.
|lsmtext='''πύελος:''' ἡ, σκαφίδι, [[μακριά]] ταΐστρα ή [[σκάφη]] για την [[τροφή]] των ζώων, σε Ομήρ. Οδ.· [[λουτήρας]], σε Αριστοφ.· [[λεκάνη]], [[σκεύος]] του μαγειρείου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πύελος:''' ἡ (эп. ῡ - атт. ῠ)<br /><b class="num">1)</b> корыто, кормушка Hom.;<br /><b class="num">2)</b> чан, ванна Arph.;<br /><b class="num">3)</b> желоб Arph.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠελος Medium diacritics: πύελος Low diacritics: πύελος Capitals: ΠΥΕΛΟΣ
Transliteration A: pýelos Transliteration B: pyelos Transliteration C: pyelos Beta Code: pu/elos

English (LSJ)

(so Phld.Mort.33) or πύᾰλος, ἡ,

   A trough, for feeding animals, Od.19.553.    2 bathing-tub, Hp. Acut.65, Ar.Eq.1060, Pax 843, Th.562, Crates Com.15.5, Eup.256, PEnteux.83 (iii B.C.).    3 vat, kitchen-boiler, Ar.V.141.    4 sarcophagus, Thphr.Lap.6, Arr.An.6.29.9, CIG3785, al. (Nicomedia), 4164 (Sinope); πύαλος, ib.2050 (Philippopolis), 3777 (Nicomedia), IGRom.1.624 (Tomi), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.).    5 = πυελίς 1.1, Poll.7.179.    6 infundibulum of the brain, Gal.2.709, UP8.3, 9.3.    7 a surgical instrument, Hermes 38.283. [ῡ Od. l.c., perh. metri gr., ῠ Att.]

German (Pape)

[Seite 814] ἡ (nach Buttm. von πλύνω, für πλύελος, wie ἔκπαγλος von ἐκπλαγῆναι), Trog, Wanne, woraus Gänse fressen, Od. 19, 553; Badewanne, Ar. Equ. 1060; Vesp. 141 πυέλου τρῆμα, der Ort, wo der Ofen die Badestube mit der Badewanne heizte, u. öfter, Pax 843; Pol. 30, 20, 3 u. Luc. Lexiph. 5; vgl. Poll. 7, 168. – Später auch der Sarg, übh. alles wannenartig ausgehöhlte hölzerne Geräth. – Spätere Form war πύαλος, Lob. Phryn. 309. – [Υ ist bei Hom. u. den En. lang, bei Ar. u. den Attikern kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

πύελος: ἡ, ἐπιμήκης σκάφη, ἐν ᾗ ἐτίθετο τροφῇ διὰ ζῷα, Ὀδ. Τ. 553· λουτήρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1060, Εἰρ. 843, Θεσμ. 562, Κράτης ἐν «Θηρίοις»2. 5, Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 8· - πᾶν ἀγγεῖον ἔχον τὸ σχῆμα σκάφης στρογγύλης, «μαστέλλο», λεκάνη μεγάλη, λέβης τοῦ μαγειρείου, Ἀριστοφ. Σφ. 141. 2) = σαρκοφάγος, Θεοφρ. π. Λίθ. 60, Συλλ. Ἐπιγρ. 3785-88, 4164· φέρεται καὶ πύαλος, αὐτόθι 2050, 3777· πρβλ. πυελὶς 2, καὶ ἴδε πτύαλον, ὕαλος. 3) = πυελὶς Ι, Πολυδ. Ζ΄, 179. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., κολυμβήθρα πρὸς βάπτισιν. Κατὰ τὸν Κούρτ. ἀντὶ πλύελος, ἐκ τῆς √ΠΛΥ, πλύνω. [ῡ Ἐπικ., ῠ Ἀττικ.].

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 auge, mangeoire;
2 baignoire.
Étymologie: par dissimil. p. *πλύελος, de la R. Πλυ, laver ; cf. πλύνω.

English (Autenrieth)

feedingtrough, Od. 19.553†.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πύαλος Α
1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα
2. κολυμπήθρα για βάπτιση
νεοελλ.
1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα του κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν στήριγμα στα κάτω άκρα, αλλ. λεκάνη
2. φρ. «νεφρική πύελος» — η κοιλότητα που σχηματίζεται από τη διεύρυνση του ουρητήρα μέσα στη νεφρική ουσία
αρχ.
1. επιμήκης σκάφη που χρησιμοποιούσαν ιδίως για τοποθέτηση τροφής για ζώα, το παχνί («χῆνας... ἐρεπτομένους παρὰ πύελον», Ομ. Οδ.)
2. λουτήρας
3. λέβητας μαγειρείου
4. είδος χειρουργικού εργαλείου
5. η χοάνη του εγκεφάλου
6. (στον τ. πύαλος) λάρνακα, σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πύ-ελος < πλύ-ελος (με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου -λ-), ανάγεται στη ρίζα πλυ- του πλύνω με επίθημα -ελος (πρβλ. πιμ-ελή, μυ-ελός). Το επίθημα -αλος είναι μτγν. (πρβλ. μυελός: μυαλός). Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το θηλυκό γένος του τ.].

Greek Monotonic

πύελος: ἡ, σκαφίδι, μακριά ταΐστρα ή σκάφη για την τροφή των ζώων, σε Ομήρ. Οδ.· λουτήρας, σε Αριστοφ.· λεκάνη, σκεύος του μαγειρείου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πύελος: ἡ (эп. ῡ - атт. ῠ)
1) корыто, кормушка Hom.;
2) чан, ванна Arph.;
3) желоб Arph.