λίβανος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(5) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λίβᾰνος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> δέντρο του θυμιάματος, που παράγει δηλ. τον [[λιβανωτόν]], σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λιβανωτός]], με αυτή τη [[σημασία]] είναι θηλ., σε Ευρ., κ.λπ. ([[ξένη]] [[λέξη]]). | |lsmtext='''λίβᾰνος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> δέντρο του θυμιάματος, που παράγει δηλ. τον [[λιβανωτόν]], σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λιβανωτός]], με αυτή τη [[σημασία]] είναι θηλ., σε Ευρ., κ.λπ. ([[ξένη]] [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίβᾰνος:''' <b class="num">I</b> (ῐ) ὁ ладанное дерево Her., Arst.<br /><b class="num">II</b> ἡ, реже ὁ ладан (ароматическая смола ладанного дерева) Eur., Diod., NT, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A frankincense-tree, Boswellia Carterii, Hdt.4.75, Thphr.HP9.4.2, Dsc.1.68, etc.; ἱερόδακρυς λ. Melanipp.1.5. II = λιβανωτός, frankincense, in which sense it is fem. in Pi.Fr.122.3, E.Ba.144 (lyr.); but masc. in PCair.Zen.69.13 (iii B.C.), AP6.231 (Phil.), 9.93 (Antip. Thess.), Edict.Diocl. (Ἀθηνᾶ 18.6, Tegea); indeterminate in Sapph.Supp.20c.2, S.Fr.1064, Anaxandr.41.37, SIG 247ii 19 (Delph., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, der Weihrauchbaum, Her. 4, 75; Theophr.; Diosc.; u. der Weihrauch selbst, = λιβανωτός, Συρίας δ' ὡς λιβάνου καπνός, Eur. Bacch. 144; Anaxandr. bei Ath. IV, 131 d; χὠ μελίπνους λίβανος Philp. 10 (VI, 231) u. öfter; D. Per. 938; von Phryn. 187 in dieser Bdtg für dichterisch erkl.; doch brauchen es auch spätere Prosaiker, wie D. Sic. 3, 42. – Zuweilen auch fem., wie in der angeführten Stelle des Eur.; Nic. Ther. 107; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Ath. XIII, 574 a.
Greek (Liddell-Scott)
λίβᾰνος: [ῐ], ὁ, (ἴδε κατωτ.), τὸ δένδρον τοῦ θυμιάματος, τὸ παράγον δηλ. τὸν λιβανωτόν, Ἡρόδ. 4. 75, Σοφ. Ἀποσπ. 906, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, κτλ.· ἱερόδακρυς λ. Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1 (ἴδε ἐν λ. κασία). ΙΙ. = λιβανωτός, καθ’ ἣν ἔννοιαν εἶναι θηλ., Πινδ. Ἀποσπ. 87. 2, Εὐρ. Βάκχ. 144, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37, Ἀνθ. Π. 9. 231, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 187. (Ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 arbre à encens;
2 encens, résine odorante.
Étymologie: DELG emprunt sémit. certain.
Par. στύραξ².
English (Slater)
λῐβᾰνος (ἡ)
1 frankincense-tree. νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ (λιβάνων σκιαρᾶν <?> coni. Snell: λιβάνῳ σκιαρᾷ Boeckh: λιβάνῳ σκιαρὸν unus cod. Plutarchi, Bergk) Θρ. 7. 4.
Spanish
English (Strong)
of foreign origin (לְבוֹנָה); the incense-tree, i.e. (by implication) incense itself: frankincense.
English (Thayer)
λιβάνου, ὁ (more rarely ἡ (cf. Lob., as below));
1. the frankincense-tree (Pindar, Herodotus, Sophocles, Euripides, Theophrastus, others).
2. frankincense (Hebrew לְבֹנָה; Sophocles, Theophrastus, others). Cf. Lob. ad Phryn., p. 187; (Vanicek, Fremdwörter, under the word. On frankincense see especially Birdwood in the Bible Educator, i., 328ff, 374ff.)
Greek Monolingual
ο (AM λίβανος)
το δένδρο βοσβελλία, από το οποίο παράγεται το λιβάνι («φλοιὸς λιβάνου», Διοσκ.)
μσν.-αρχ.
(ως αρσ. και ως θηλ.) ο λιβανωτός, το λιβάνι («ῥεῑ δὲ γάλακτι πέδον, ῥεῑ δ' οἴνῳ, ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι, Συρίας δ' ὣς λιβάνου καπνός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σημιτ. δάνειο. Ο εβρ. τ. labona ή labōna ανάγεται σε ρίζα lbn «είναι άσπρος», λόγω του λευκού χρώματος αυτής της ρητίνης. Το φοινικ. lbnt δείχνει πως το ελλ. λιβανωτός δεν είναι απλώς παράγωγο του λίβανος, αλλά έχει φοινικ. προέλευση. Παραμένει, εξάλλου, αμφίβολο αν η ονομ. του όρους Λίβανος έχει επηρεάσει τον φωνηεντισμό της ελλ. λ.
ΠΑΡ. λιβανάς λιβανίζω, λιβανωτός
αρχ.
λιβανίδιον, λιβάνινος, Λιβανίτις, λιβανούμαι, λιβανώδης
μσν.- νεοελλ.
λιβάνι
νεοελλ.
λιβανιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιβανοθήκη, λιβανοπώλης, λιβανοφόρος
αρχ.
λιβανοειδής, λιβανοκαΐα, λιβανομάννα, λιβανόχρους
μσν.- νεοελλ.
λιβανομάντης
νεοελλ.
λιβανομαντεία. (Β' συνθετικό) αρχ. ευλίβανος, στεφαλίβανος, χαλκολίβανος, χαμαιλίβανος].
Greek Monotonic
λίβᾰνος: [ῐ], ὁ,
I. δέντρο του θυμιάματος, που παράγει δηλ. τον λιβανωτόν, σε Ηρόδ., κ.λπ.
II. = λιβανωτός, με αυτή τη σημασία είναι θηλ., σε Ευρ., κ.λπ. (ξένη λέξη).
Russian (Dvoretsky)
λίβᾰνος: I (ῐ) ὁ ладанное дерево Her., Arst.
II ἡ, реже ὁ ладан (ароматическая смола ладанного дерева) Eur., Diod., NT, Anth.