Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μόρφνος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μόρφνος:''' ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]] ως προς το [[χρώμα]], Λατ. [[furvus]], (από την [[ὄρφνη]] με το <i>μ</i> να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.).
|lsmtext='''μόρφνος:''' ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]] ως προς το [[χρώμα]], Λατ. [[furvus]], (από την [[ὄρφνη]] με το <i>μ</i> να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μόρφνος:''' с темным оперением, темный ([[αἰετός]] Hom., Hes.; [[γένος]] ἀετοῦ Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρφνος Medium diacritics: μόρφνος Low diacritics: μόρφνος Capitals: ΜΟΡΦΝΟΣ
Transliteration A: mórphnos Transliteration B: morphnos Transliteration C: morfnos Beta Code: mo/rfnos

English (LSJ)

ὁ, epith. of an eagle, dub. sens., Il.24.316, Hes.Sc.134: taken to be a Subst. by Arist.HA618b25, Lyc.838; described as a vulture by Suid. (On the accent v. Hdn.Gr.1.173.)

German (Pape)

[Seite 209] Beiwort des Adlers, Il. 24, 316, wie Hes. Sc. 134, schon von den Alten verschieden erklärt, entweder für μορόφονος (Schol. Il. a. a. O. und Apoll. L. H. p. 113, 28), mordend, tödtlich, oder wahrscheinlicher von ὄρφνη, mit vorgeschlagenem μ, dunkelfarbig, schwarz, wie auch Arcad. 62, 9 μόρφνοςμέλας statt μέγας zu lesen, an welcher Stelle auch der Accent ausdrücklich bemerkt ist; oder gar von μάρπτω, statt μάρφνος, ὁ συλλαμβάνων, ὁ ταχύς; Aristarch nahm es für eine besondere Adlerart; vgl. Arist. H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

μόρφνος: ὁ, ἐπίθ. ἀετοῦ, Ἰλ. Ω. 316, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 134· - πιθ. ἐδήλου χρῶμα, μέλας (ἐκ τοῦ ὄρφνη προτασσομένου τοῦ μ), Λατ. furvus· πρβλ. περκνός· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὴν λέξ. ὡς οὐσιαστ. ἴδε νηττοκτόνος, - Παρὰ τῷ Ἡσ. ἐσφαλμένως φέρεται μορφνός, πρβλ. Ἀρκάδ. 62. 9 (ἔνθα ὅμως ἀναγνωστέον μέλας ἀντὶ μέγας), πρβλ. ὡσαύτως Λοβεκ. Παραλ. 371. 344.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: cf. ὄρφνη.

English (Autenrieth)

a species of eagle, swampeagle, Il. 24.316†.

Greek Monolingual

μόρφνος και μορφνός, ὁ (Α)
1. (για αετό) μελαψός, μαυρωπός
2. είδος αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός
3. (κατά τον Ησύχ.) «μορφνός, ξανθός»
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκοτεινός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιοκαταληξία και η σημασιολογική συγγένεια με το ὀρφνός «σκοτεινός» δεν αποδεικνύει μια μεταξύ τους σχέση. Ο τ. μορφ-νός εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα mor-gwh- της ΙΕ ρίζας mer- «αστράφτω, λαμποκοπώ» (με παρέκταση χειλοϋπερωικού -gwh-) και συνδέεται με λιθουαν. margas «ποικιλόχρωμος» και το μορφή. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα μόρτος, μόρυχος, μορύσσω, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mer- «λερώνω, βρόμικη κηλίδα». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι προήλθε με απλολογία από μορβο-φνος < mrgwo-gwhno- (πρβλ. αρχ. ινδ. m rga «μεγάλο πτηνό») και ghwen- «φονεύω» (πρβλ. θείν-ω)].

Greek Monotonic

μόρφνος: ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. σκούρος, σκοτεινός ως προς το χρώμα, Λατ. furvus, (από την ὄρφνη με το μ να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.).

Russian (Dvoretsky)

μόρφνος: с темным оперением, темный (αἰετός Hom., Hes.; γένος ἀετοῦ Arst.).