ἀμοργίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοργίς:''' ἡ, [[λεπτό]] [[λινάρι]] από το [[νησί]] της Αμοργού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀμοργίς:''' ἡ, [[λεπτό]] [[λινάρι]] από το [[νησί]] της Αμοργού, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοργίς:''' ίδος ἡ аморгосский лен Arph.
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργίς Medium diacritics: ἀμοργίς Low diacritics: αμοργίς Capitals: ΑΜΟΡΓΙΣ
Transliteration A: amorgís Transliteration B: amorgis Transliteration C: amorgis Beta Code: a)morgi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A stalks of mallow (Malva silvestris), used like hemp or flax, ἄλοπος ἀ. Ar.Lys.735: acc. ἄμοργιν, v.l. ἀμοργίδα, ib.737. (Perh. from the pr. n. Ἀμοργός as place of growth.)    II proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Hdn.Gr.1.87.

German (Pape)

[Seite 128] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); ἄλοπος ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. ἀμόργινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργίς: -ίδος, ἡ, λεπτὸν λίνον ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: ἄλοπος ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de lin fin (de l’île d’Amorgos) ou de pourpre.
Étymologie: cf. ἀμόργινος.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Alolema(s): ἄμοργις Ar.Lys.735, 737, Sch.Ar.Lys.735

• Prosodia: [ᾰ-]
1 fibra de malva ἀ. ἄλοπος Ar.Lys.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, EM 129.20G., Sch.Ar.Lys.735.
2 túnica hecha de la fibra de la malva Poll.7.74, Hsch.
3 ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ γάλα que se ha quedado sin leche seguramente erróneo, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμοργὶς (-ίδος), η (Α) Ἀμοργός
1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό
2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) της μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἁμοργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμόργινος.

Greek Monotonic

ἀμοργίς: ἡ, λεπτό λινάρι από το νησί της Αμοργού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοργίς: ίδος ἡ аморгосский лен Arph.