διαλογισμός: Difference between revisions
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαλογισμός:''' ὁ, [[στοχασμός]], [[συλλογισμός]], σε Δημ. | |lsmtext='''διαλογισμός:''' ὁ, [[στοχασμός]], [[συλλογισμός]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλογισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> подсчет, расчет Dem.;<br /><b class="num">2)</b> рассуждение, размышление Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> разговор, беседа Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A balancing of accounts, D.36.23, PRev.Laws17.17(pl.), IG5(1).1432.6 (Messene), etc.: hence, II calculation, consideration, Pl.Ax.367a; δ. λαβεῖν περὶ σφῶν αὐτῶν Str. 5.3.7; ὁ δ. οὗτος this consideration, Phld.D.1.15. III debate, argument, discussion, Epicur.Fr.138(pl.), Metrod.37, Plu.2.180c. IV circuit court, τοῦ νομοῦ δ. ποιῆσαι PLond.2.358.19, cf. BGU19i13 (ii A.D.). V judicial inquiry, PTeb.27.35 (ii B.C.), PFay.66.2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 588] ὁ, 1) Zusammenrechnung, Abrechnung, mit dem Wechsler, Dem. 36, 23. – 2) Ueberlegung, καὶ φροντίδες Plat. Ax. 367 a; Plut. Pomp. 73 u. a. Sp., bes. N. T. – 3) Unterredung, Plut. Apophth. Alex. p. 101.
Greek (Liddell-Scott)
διαλογισμός: ὁ, ὑπολογισμός, θεωρία, συλλογισμός, Δημ. 951. 20· ἐντεῦθεν, ΙΙ. ὑπολογισμός, θεωρία, συλλογισμός, Πλάτ. Ἀξ. 367Α, Στράβων 284, κτλ. ΙΙΙ. συνομιλία, συζήτησις, Πλούτ. 2. 180C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 calcul;
2 raisonnement;
3 conversation, discussion.
Étymologie: διαλογίζομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1reflexión, consideración, razonamiento διαλογισμοὶ τίνα τὴν τοῦ βίου ὁδὸν ἐνστήσονται Pl.Ax.367a, cf. Nausiph.B 2, Aeschin.2.159, Epicur.Ep.[3] 84, Fr.[52], [137], Metrod.37, κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX Ps.93.11, cf. Si.33.5, 1Ma.2.63, τοιούτοις δὲ χρώμενος διαλογισμοῖς Plb.3.17.8, cf. 10.39.7, Aristeas 216, 252, Phld.D.1.15.21, Epict.Ench.24.1, Arr.Epict.4.2.4, Plu.2.483e, Cor.21, D.L.7.112, D.H.3.17, Eu.Matt.15.19, Plot.6.9.10, Procop.Gaz.M.87.1033C, δ. περί τε σφῶν αὐτῶν καὶ περὶ τῶν ὑστέρων Str.5.3.7, ἐν διαλογισμῷ τῶν ἡμαρτημένων γενόμενος habiendo reflexionado sobre sus errores I.BI 1.320, μὴ πείθεσθαι τοῖς ὑπὲρ τούτων διαλογισμοῖς no obedecer a los dictados de la razón acerca de esos asuntos D.Chr.17.2
•en ret. reflexión en voz alta y como recurso estilístico, Anaximen.Rh.1439b13, Charis.283.21, Rufin.Fig.43.
2 conversación ἀνδρῶν οὐ φεύγειν παρεσκευασμένων ἀκούω διαλογισμούς Plu.2.180c
•discusión, disputa, πάντα ποιεῖτε χωρὶς γογγυσμῶν καὶ διαλογισμῶν Ep.Phil.2.14, cf. 1Ep.Ti.2.8
•pero interpretados ambos casos tb. como vacilación, duda Chrys.M.62.540
•charlatanería Hsch.
II jur. y admin.
1 rendición de cuentas, balance, comprobación contable, de diversos tipos γεγενημένου μὲν διαλογισμοῦ καὶ ἀφέσεως τῆς τραπέζης D.36.23, δ. τῆς Ἀπολλωνίου γῆς κατ' ἄνδρα PMich.Zen.31.1, cf. PZen.Col.87.13, PRev.Laws 17.17 (todos III a.C.), κατ' ἄνδρα πρακτορικὸς δ. UPZ 114.1.13 (II a.C.), δ. ἐπὶ κεφαλ[αίου] κατὰ θη(σαυρὸν) τοῦ τε εἰσδεδ[εγ] μένου σίτου PTeb.1033.10 (II a.C.), ἐπὶ τοῦ συσταθέντος πρὸς σὲ διαλογισμοῦ PTeb.27.35 (II a.C.), cf. PFay.66.2 (II d.C.), περὶ τῶν ποτοφειλομένων ἐκ τᾶ[ς χώ] ρας χρημάτων ποιησαμένου ... τοὺς διαλογισμοὺς IG 5(1).1432.6 (Mesenia I d.C.), δ. Ἀμμωνίου Stud.Pal.20.66.6, cf. 59.7 (ambos III d.C.).
2 trad. de lat. conuentus, sesión judicial anual del prefecto ὅπου ἐὰν ὁ κράτιστος ἡγεμὼν τὸν τοῦ νομοῦ διαλογισμὸν ἢ δικαιοδοσίαν ποιῆται PSI 941.10 (II d.C.), cf. PLond.358.19 (II d.C.), SB 11477.14 (III d.C.), ἥξειν εἰς τὸν ἐπ' ἀγαθῷ ἐσόμενον διαλογισμὸν ... τοῦ κρατίστου ἡγεμόνος SB 8001.9, cf. PTeb.407.12, 26 (ambos II d.C.), τῷ διεληλυθότι διαλογισμῷ BGU 19.1.13, cf. PRyl.113.7 (ambos II d.C.)
•inspección administrativa que tenía lugar durante el conventus, POxy.3465.13 (I d.C.), Wilcken Chr.173.6, PIand.139.10 (ambos II d.C.), POxy.3601.7 (III d.C.).
3 examen, comprobación, revisión de documentos ἐπὶ τοῦ διαλογισμοῦ (prob. por confusión c. διαλογή III q.u.) PSI 1328.59 (II/III d.C.).
English (Strong)
from διαλογίζομαι; discussion, i.e. (internal) consideration (by implication, purpose), or (external) debate: dispute, doubtful(-ing), imagination, reasoning, thought.
English (Thayer)
διαλογισμοῦ, ὁ (διαλογίζομαι), the Sept. for מַחֲשָׁבָה and Chaldean רַעְיון, in Greek writings from Plato down, the thinking of a man deliberating with himself; hence,
1. a thought, inward reasoning: the reasoning of those who think themselves to be wise, an opinion: κριταί διαλογισμῶν πονηρῶν, judges with evil thoughts, i. e. who follow perverse opinions, reprehensible principles, Winer s Grammar, 187 (176)); purpose, design: a deliberating, questioning, about what is true: hesitation, doubting: χωρίς γογγυσμῶν καί διαλογισμῶν, γογγυσμῶν is the moral, διαλογισμῶν the intellectual rebellion against God' Lightfoot); χωρίς ὀργῆς καί διαλογισμοῦ, disputing; yet cf. Meyer on Philippians the passage cited).
Greek Monolingual
ο (AM διαλογισμός) διαλογίζομαι
στοχασμός, σκέψη, συλλογισμός
αρχ.
1. ισοζύγιση λογαριασμών
2. συζήτηση
3. δισταγμός, αμφιβολία.
Greek Monotonic
διαλογισμός: ὁ, στοχασμός, συλλογισμός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διαλογισμός: ὁ1) подсчет, расчет Dem.;
2) рассуждение, размышление Plat., Plut.;
3) разговор, беседа Plut.