λαμυρός: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾰμῠρός:''' -ά, -όν ([[λαμός]]=[[λαιμός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λαίμαργος]], [[άπληστος]], [[αδηφάγος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[θρασύς]], [[αναιδής]], [[ακόλαστος]], σε Ξεν., Πλούτ. | |lsmtext='''λᾰμῠρός:''' -ά, -όν ([[λαμός]]=[[λαιμός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λαίμαργος]], [[άπληστος]], [[αδηφάγος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[θρασύς]], [[αναιδής]], [[ακόλαστος]], σε Ξεν., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰμῠρός:''' <b class="num">1)</b> прожорливый, жадный (ὀδόντες Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> дерзкий, наглый, бесстыдный (ἱστορίη Anth.; ἡ Ἀλκιβιάδου [[πολιτεία]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> капризный, шаловливый (ὄμματα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A full of abysses, θάλασσα EM555.57: hence, II gluttonous, greedy, γάστρις καὶ λ. Epicr. 5.8 = Antiph.89.5; γαστρὶ χαριζόμενος τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Timo 7; ὀδόντες Theoc.25.234; κάρηνον Nic.Th.293. III metaph., wanton, impudent, -ώτερον λέγειν X.Smp.8.24; Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λ. πολιτεία Plu.Comp.Alc.Cor.1; λάμυρόν τι προσβλέπειν τινί Id.Mar. 38; λ. ἱστορίη AP7.450 (Diosc.); of women, coquettish, ib.5.161 (Asclep.); of Eros, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ ib.179 (Mel.); λαμυρὰς Πόθων ἀέλλας Cerc.5.10: later in good sense, piquant, arch, like ἐπίχαρις, Phryn.259; charming, Plu.Caes.49, Eun.VSp.467 B. IV bright, τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν -ώτατα (in pneumonia) Aret.SA2.1.
German (Pape)
[Seite 14] auch λάμυρος betont (vgl. λαιμός, λαβρός), mit weitem, tiefem Schlunde, Sp. – Daher = gierig verschlingend, schrecklich, VLL. καταπληκτικός; ὀδόντες, Theocr. 25, 234; σμερδαλέον δ' ἐπί οἱ λαμυρὸν πέφρικε κάρηνον Nic. Ther. 294; gefräßig, Epier. bei Ath. VI, 262 d; – keck, unverschämt, bes. bei Sp. (vgl. Phryn. 291 οἱ ἀρχαῖοι τὸν ἰταμὸν καὶ ἀναιδῆ, οἱ νῦν τὸν ἐπίχαριν τῷ ὀνόματι σημαίνουσιν); vom reizenden, schnippischen Muthwillen der Mädchen, Asclpds. 17 (V, 162); ὄμματα Mel. 50 (V, 180), u. öfter in der Anth.; auch Plut. öfter, z. B. ὄνος προσβλέψας τῷ Μαρίῳ λαμυρόν τι καὶ γεγηθός Har. 38; γαστὴρ ἧς οὐ λαμυρώτερον οὐδέν Timon bei Ath. VII, 279 f. – Auch adv., λαμυρώτερον λέγειν Xen. Conv. 8, 24.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰμῠρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λάω Β)· ― πλήρης χασμάτων, πλήρης ἀβύσσων, Λατ. voraginosus, θάλασσα Ἐτυμολ. Μέγ.· ― ὅθεν, ΙΙ. λαίμαργος, ἄπληστος, ἀδηφάγος, γάστριν καλοῦσι καὶ λαμυρὸν ὃς ἂν φάγῃ ἡμῶν τι τούτων Ἀντιφάν. ἐν «Δυσπράτῳ» 1, 5· γαστρὶ χαριζόμενος, τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Τίμων παρ’ Ἀθην. 279F· ὀδόντες Θεόκρ. 25. 234, πρβλ. Νικ. Θηρ. 293. ΙΙΙ. μεταφορ., θρασύς, ἀναιδής, ἀκόλαστος, λαμυρώτερον λέγειν Ξεν. Συμπ. 8, 24· Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λαμυρὰ πολιτεία Πλουτ. Σύγκρ. Ἀλκ. καὶ Κορ. 1· λαμυρόν τι προσβλέπειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 38· λ. ἱστορίη Ἀνθ. Π. 7. 450· ― ἐπὶ γυναικός, φιλάρεσκος, ἐρωτοτρόπος, αὐτόθι 5. 162· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ αὐτόθι 180· καὶ παρὰ μεταγενεστ., ἐντελῶς ἐπὶ καλῆς σημασίας, κομψός, εὐχάριστος, ἐπίχαρις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 291, 760· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου grata protervitas. Ἐπίρρ. -ρῶς, Συνέσ. 36Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 creux, profond;
2 vorace;
3 hardi, effronté ; en b. part pétulant, enjoué ; λαμυρόν τε καὶ γενηθὸς προσβλέπειν τινί PLUT regarder qqn d’un air ouvert et joyeux.
Étymologie: DELG rien de clair.
Greek Monolingual
λαμυρός, -ά, -όν (Α)
1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν)
2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.)
3. θρασύς, αναιδής
4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη
5. (με καλή σημ.) κομψός, ευχάριστος («Κλεοπάτρας... λαμυρᾱς φανείσης», Πλούτ.)
6. διαυγής, λαμπρός.
επίρρ...
λαμυρῶς (Α)
με θρασύτητα, αναιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμυρός εμφανίζει επίθημα -υρός (πρβλ. βδελ-υρός, γλαφ-υρός). Το θ. λαμ- πιθ. < lm- (συνεσταλμένη βαθμίδα) < ΙΕ ρίζα lem-, που εκφράζει την έννοια της εκδίκησης και της δίψας για εκδίκηση. Η σύνδεση όμως της λ. με λατ. lemures «φαντάσματα», λιθουαν. lemoti «είμαι διψασμένος για...», λεττον. lamat «εξυβρίζω», που ανάγονται στην ίδια ρίζα, δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
λᾰμῠρός: -ά, -όν (λαμός=λαιμός)·
I. λαίμαργος, άπληστος, αδηφάγος, σε Θεόκρ.
II. μεταφ., θρασύς, αναιδής, ακόλαστος, σε Ξεν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰμῠρός: 1) прожорливый, жадный (ὀδόντες Theocr.);
2) дерзкий, наглый, бесстыдный (ἱστορίη Anth.; ἡ Ἀλκιβιάδου πολιτεία Plut.);
3) капризный, шаловливый (ὄμματα Anth.).