πρωτόπλοος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρωτόπλοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[πλους]], -ουν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. [[πλάτα]], τα [[πρώτα]] [[κουπιά]] που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο [[πλοίο]] Αργώ), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πλέει [[πρώτος]] ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν. | |lsmtext='''πρωτόπλοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[πλους]], -ουν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] για πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. [[πλάτα]], τα [[πρώτα]] [[κουπιά]] που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο [[πλοίο]] Αργώ), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πλέει [[πρώτος]] ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρωτόπλοος:''' стяж. [[πρωτόπλους]] 2<br /><b class="num">1)</b> впервые плывущий ([[νηῦς]] Hom.; [[πλάτα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> перен. впервые окунувшийся в волны любви (sc. [[παρθένος]] Plat. ap. Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> плывущий впереди, передний (sc. τριήρεις Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, Att. contr. πρωτό-πλους, ουν,
A going to sea for the first time, νηῦς Od.8.35, cf. E.Hel.1531; π. πλάτα the first-plied oar (of the ship Argo), Id.Andr. 865 (lyr.), cf. S.E.M.9.32: metaph., π. νεότης just embarking on the sea of love, Pl.Epigr.30 (v.l. πρωτοπόρος). II sailing first or foremost, X.HG5.1.27: pr.n. of Athenian warship, H.E.K. Schmidt Die Namen der attischen Kriegsschiffe 7 (v B.C.).
German (Pape)
[Seite 805] att. zsgzn πρωτόπλους, zuerst od. zum ersten Male schiffend; ναῦς, Od. 8, 35; πλάτα, Eur. Andr. 866; Xen. Hell 5, 1, 27; σκάφος heißt die Argo, S. Emp. adv. phys. 1, 32; übertr., παρθένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt, Plat. ep. 6, 4, bei D. L. 3, 31; s. πρωτοβόλος u. πρωτοπόρος.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπλοος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. -πλους, ουν· ‒ ὁ διὰ πρώτην φορὰν διαπλέων τὴν θάλασσαν, νηῦς Ὀδ. Θ. 35, Εὐρ. Ἑλ. 1531· πρ. πλάτα, ἡ κατὰ πρῶτον χειρισθεῖσα κώπη (ἐπὶ τοῦ πλοίου Ἀργοῦς), Εὐρ. Ἀνδρ. 865, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 32· ‒ μεταφ., πρ. παρθένος, κόρη νῦν πρῶτον ἀρχομένη νὰ πλέῃ ἐπὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἔρωτος, Πλάτ. Ἐπιγρ. 6. 4 (παρὰ τῷ Διογ. Λ. 3. 31), πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 62 (ἐν τῷ μετώπῳ, περιθωρίῳ)· ἀλλὰ παρ᾿ Ἀθην. 589D, πρωτοπόρος. ΙΙ. ὁ πλέων πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ προπλέων, πρόπλους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui navigue (sur mer) pour la première fois;
2 qui navigue le premier ou en avant.
Étymologie: πρῶτος, πλέω.
Greek Monotonic
πρωτόπλοος: -ον, Αττ. συνηρ. -πλους, -ουν,
I. αυτός που πλέει στη θάλασσα για πρώτη φορά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. πλάτα, τα πρώτα κουπιά που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο πλοίο Αργώ), σε Ευρ.
II. αυτός που πλέει πρώτος ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόπλοος: стяж. πρωτόπλους 2
1) впервые плывущий (νηῦς Hom.; πλάτα Eur.);
2) перен. впервые окунувшийся в волны любви (sc. παρθένος Plat. ap. Diog. L.);
3) плывущий впереди, передний (sc. τριήρεις Xen.).