σοφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(38)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΝΑ, και ενεργ. τ. [[σοφίζω]] Α<br /><b>1.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σκαρφίζομαι]] (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε [[κάτι]] [[άλλο]]» β. «[[σοφίζομαι]] δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας [[πορίζω]]», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο, [[ομιλία]]) [[επινοώ]] και [[χρησιμοποιώ]] σοφιστικά επιχειρήματα (α. «σοφίστηκε ένα σωρό δικαιολογίες» β. «οἱ μυθικώς σοφιζόμενοι» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διδάσκω]] τον εαυτό μου, [[μαθαίνω]], πληροφορούμαι («τοιαῡτα γὰρ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> φέρομαι με πονηριά, με δόλο («τὸν σοφισάμενον πρὸς τὸ λῡσαι τὸν ὅρκον δήσαντες ἀποκατέστησαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> καταπιάνομαι με λεπτομέρειες, [[λεπτολογώ]] («οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]] («[[οἶνον]] ἀπὸ τῶν φοινίκων σοφίζεσθαι», Φιλόστρ.)<br /><b>5.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]] με [[τέχνασμα]] («δοκεῑς καὶ σοφίζεσθαι τὸν νὁμον δι' ἐμέ», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> [[παραπλανώ]], [[απατώ]], [[ξεγελώ]] («αὐτοί τὸν δῆμον έσοφίσαντο», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[συλλογίζομαι]], [[υπολογίζω]] («σοφίζεται τὴν βίαν τοῡ μηχανήματος», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ενεργ.) [[σοφίζω]]<br />[[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]] κάποιον («ἡ [[μαρτυρία]] Κυρίου πιστή σοφίζουσα νήπια», ΠΔ)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] («[[οὔτε]] τι ναυτιλίης σεσοφισμένος [[οὔτε]] τι [[νηῶν]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σοφίζω]] εἴς τι» — [[οδηγώ]] στη [[γνώση]] ενός πράγματος («τὰ ἱερὰ γράμματα τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν»)<br />β) «[[σοφίζομαι]] τὴν ἀλήθειαν» — [[παραμορφώνω]] την [[αλήθεια]], λέω ψέματα<br />γ) «[[σοφίζομαι]] τὰς [[τρίχας]]» — [[βάφω]] τα μαλλιά μου με σκοπό να παραπλανήσω («ἡγοῡνται ἀπεκδύσασθαι τὸ [[γῆρας]], εἰ καὶ σοφίσονται τὰς [[τρίχας]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφός]]. <i>Στο</i> ρ. [[σοφίζομαι]] και στα παράγωγά του [[σόφισμα]], [[σοφισμός]], [[σοφιστής]], η σημ. της λ. [[σοφός]] ειδικά για ρήτορα «[[επιτήδειος]], [[ικανός]], [[έμπειρος]], ασκημένος στην [[τέχνη]] του» εξελίχθηκε «επί [[κακώ]]», για να δηλώσει τον πανούργο, τον μηχανορράφο, αυτόν που εξαπατά, που πλανεύει [[ιδίως]] με [[λόγια]]].
|mltxt=ΜΝΑ, και ενεργ. τ. [[σοφίζω]] Α<br /><b>1.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σκαρφίζομαι]] (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε [[κάτι]] [[άλλο]]» β. «[[σοφίζομαι]] δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας [[πορίζω]]», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο, [[ομιλία]]) [[επινοώ]] και [[χρησιμοποιώ]] σοφιστικά επιχειρήματα (α. «σοφίστηκε ένα σωρό δικαιολογίες» β. «οἱ μυθικώς σοφιζόμενοι» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διδάσκω]] τον εαυτό μου, [[μαθαίνω]], πληροφορούμαι («τοιαῡτα γὰρ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> φέρομαι με πονηριά, με δόλο («τὸν σοφισάμενον πρὸς τὸ λῡσαι τὸν ὅρκον δήσαντες ἀποκατέστησαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> καταπιάνομαι με λεπτομέρειες, [[λεπτολογώ]] («οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]] («[[οἶνον]] ἀπὸ τῶν φοινίκων σοφίζεσθαι», Φιλόστρ.)<br /><b>5.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]] με [[τέχνασμα]] («δοκεῑς καὶ σοφίζεσθαι τὸν νὁμον δι' ἐμέ», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> [[παραπλανώ]], [[απατώ]], [[ξεγελώ]] («αὐτοί τὸν δῆμον έσοφίσαντο», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[συλλογίζομαι]], [[υπολογίζω]] («σοφίζεται τὴν βίαν τοῡ μηχανήματος», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ενεργ.) [[σοφίζω]]<br />[[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]] κάποιον («ἡ [[μαρτυρία]] Κυρίου πιστή σοφίζουσα νήπια», ΠΔ)<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] («[[οὔτε]] τι ναυτιλίης σεσοφισμένος [[οὔτε]] τι [[νηῶν]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σοφίζω]] εἴς τι» — [[οδηγώ]] στη [[γνώση]] ενός πράγματος («τὰ ἱερὰ γράμματα τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν»)<br />β) «[[σοφίζομαι]] τὴν ἀλήθειαν» — [[παραμορφώνω]] την [[αλήθεια]], λέω ψέματα<br />γ) «[[σοφίζομαι]] τὰς [[τρίχας]]» — [[βάφω]] τα μαλλιά μου με σκοπό να παραπλανήσω («ἡγοῡνται ἀπεκδύσασθαι τὸ [[γῆρας]], εἰ καὶ σοφίσονται τὰς [[τρίχας]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφός]]. <i>Στο</i> ρ. [[σοφίζομαι]] και στα παράγωγά του [[σόφισμα]], [[σοφισμός]], [[σοφιστής]], η σημ. της λ. [[σοφός]] ειδικά για ρήτορα «[[επιτήδειος]], [[ικανός]], [[έμπειρος]], ασκημένος στην [[τέχνη]] του» εξελίχθηκε «επί [[κακώ]]», για να δηλώσει τον πανούργο, τον μηχανορράφο, αυτόν που εξαπατά, που πλανεύει [[ιδίως]] με [[λόγια]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σοφίζομαι:''' <b class="num">1)</b> приобретать знания, становиться искусным (σεσοφισμένος τινός Hes.);<br /><b class="num">2)</b> размышлять, рассуждать: [[ἀνόητα]] σ. Plat. нелепо рассуждать; σ. τοῖσι δαίμοσι Eur. пускаться в рассуждения о божествах; οὐκ οἶδ᾽ [[ἅττα]] σοφίζει Plat. не знаю, о чем ты толкуешь;<br /><b class="num">3)</b> выдумывать, изобретать, сочинять (καινὰς ἰδέας Arph.; σ. καὶ τέχνας πορίζειν Eur.): [[τοῦτο]] [[δεῖ]] σοφισθῆναι, κλοπεὺς [[ὅπως]] γενήσει τῶν ὅπλων Soph. надо придумать, как бы тебе украсть оружие (Филоктета);<br /><b class="num">4)</b> мудрствовать, мудрить (περί τι Plat.): οἱ [[μυθικῶς]] σοφιζόμενοι Arst. те, кто облекает свои мудрствования в форму мифов;<br /><b class="num">5)</b> хитрить, обманывать (τινα Anth.): ἀλλότρια σ. Arph. пользоваться чужими хитростями; σ. πρὸς τὸν νόμον Dem. обходить закон; σοφίσασθαι πρὸς τὸ λῦσαι τὸν ὅρκον Polyb. хитроумно увиливать от данной клятвы.
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Greek Monolingual

ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α
1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.)
2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α. «σοφίστηκε ένα σωρό δικαιολογίες» β. «οἱ μυθικώς σοφιζόμενοι» Αριστοτ.)
αρχ.
1. διδάσκω τον εαυτό μου, μαθαίνω, πληροφορούμαι («τοιαῡτα γὰρ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα», Ξεν.)
2. φέρομαι με πονηριά, με δόλο («τὸν σοφισάμενον πρὸς τὸ λῡσαι τὸν ὅρκον δήσαντες ἀποκατέστησαν», Πολ.)
3. καταπιάνομαι με λεπτομέρειες, λεπτολογώ («οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι», Ιπποκρ.)
4. εφευρίσκω, επινοώοἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων σοφίζεσθαι», Φιλόστρ.)
5. αποφεύγω κάτι με τέχνασμα («δοκεῑς καὶ σοφίζεσθαι τὸν νὁμον δι' ἐμέ», Φιλόστρ.)
6. παραπλανώ, απατώ, ξεγελώ («αὐτοί τὸν δῆμον έσοφίσαντο», Ηρωδιαν.)
7. συλλογίζομαι, υπολογίζω («σοφίζεται τὴν βίαν τοῡ μηχανήματος», Ιώσ.)
8. (το ενεργ.) σοφίζω
διδάσκω, εκπαιδεύω κάποιον («ἡ μαρτυρία Κυρίου πιστή σοφίζουσα νήπια», ΠΔ)
9. παθ. είμαι ή γίνομαι έμπειρος σε κάτιοὔτε τι ναυτιλίης σεσοφισμένος οὔτε τι νηῶν», Ησίοδ.)
10. φρ. α) «σοφίζω εἴς τι» — οδηγώ στη γνώση ενός πράγματος («τὰ ἱερὰ γράμματα τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν»)
β) «σοφίζομαι τὴν ἀλήθειαν» — παραμορφώνω την αλήθεια, λέω ψέματα
γ) «σοφίζομαι τὰς τρίχας» — βάφω τα μαλλιά μου με σκοπό να παραπλανήσω («ἡγοῡνται ἀπεκδύσασθαι τὸ γῆρας, εἰ καὶ σοφίσονται τὰς τρίχας», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός. Στο ρ. σοφίζομαι και στα παράγωγά του σόφισμα, σοφισμός, σοφιστής, η σημ. της λ. σοφός ειδικά για ρήτορα «επιτήδειος, ικανός, έμπειρος, ασκημένος στην τέχνη του» εξελίχθηκε «επί κακώ», για να δηλώσει τον πανούργο, τον μηχανορράφο, αυτόν που εξαπατά, που πλανεύει ιδίως με λόγια].

Russian (Dvoretsky)

σοφίζομαι: 1) приобретать знания, становиться искусным (σεσοφισμένος τινός Hes.);
2) размышлять, рассуждать: ἀνόητα σ. Plat. нелепо рассуждать; σ. τοῖσι δαίμοσι Eur. пускаться в рассуждения о божествах; οὐκ οἶδ᾽ ἅττα σοφίζει Plat. не знаю, о чем ты толкуешь;
3) выдумывать, изобретать, сочинять (καινὰς ἰδέας Arph.; σ. καὶ τέχνας πορίζειν Eur.): τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, κλοπεὺς ὅπως γενήσει τῶν ὅπλων Soph. надо придумать, как бы тебе украсть оружие (Филоктета);
4) мудрствовать, мудрить (περί τι Plat.): οἱ μυθικῶς σοφιζόμενοι Arst. те, кто облекает свои мудрствования в форму мифов;
5) хитрить, обманывать (τινα Anth.): ἀλλότρια σ. Arph. пользоваться чужими хитростями; σ. πρὸς τὸν νόμον Dem. обходить закон; σοφίσασθαι πρὸς τὸ λῦσαι τὸν ὅρκον Polyb. хитроумно увиливать от данной клятвы.