δαπάνη: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(nl) |
(1b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δαπάνη -ης, ἡ [~ δάπτω] uitgave, kosten:. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δ. kosten aan goud en zilver Thuc. 1.129.3. geldelijke middelen:. δαπάνην παρέχειν geldelijke middelen ter beschikking stellen Hdt. 1.41.1. | |elnltext=δαπάνη -ης, ἡ [~ δάπτω] uitgave, kosten:. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δ. kosten aan goud en zilver Thuc. 1.129.3. geldelijke middelen:. δαπάνην παρέχειν geldelijke middelen ter beschikking stellen Hdt. 1.41.1. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[δάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:02, 3 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A cost, expenditure, Hes.Op.723, al.; δ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, χρημάτων, Th.1.129, 3.13; δ. κούφα the cost is little, c. inf., E.Ba.893 (lyr.); εἰς κενὸν ἡ δ. IG14.1746.10: also in pl., Th.6.15; δαπάναι ἐλπίδων Pi.I..4 (5).57. II money spent, ἵππων on horses, ib.3(4).47; δαπάνην παρέχειν money for spending, Hdt.1.41; ξυμφέρειν Th.1.99; ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δ. εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται X.Oec.7.36. III extravagance, ἡ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.3.218.
German (Pape)
[Seite 522] ἡ (vgl. δάπτω), die Ausgabe, der Aufwand, Hes. O. 721, im üblen Sinne; Pind. I. 3, 47 u. öfter; auch im plur., Thuc. 1, 83, wie Folgde; auch Mittel zum Aufwand, z. B. δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat. Rep. VIII, 550 d; vgl. Legg. IV, 718 a; – Verschwendung, ἡ ἐν τῇ φύσει δαπάνη, der natürliche Hang zur Verschwendung, Aesch. 3, 218.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰπάνη: [ᾰ], ἡ, (ἴδε δάπτω) τὸ ἔξοδον, τὰ ἔξοδα, ἀνάλωμα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721, κ. ἀλλ.· δ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, χρημάτων Θουκ. 1. 129., 3. 13· δ. κουφή, τὸ ἔξοδον εἶναι ὀλίγον, μ. ἀπαρ., Εὐρ. Βάκχ. 891· εἰς κενὸν ἡ δ. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 646. 10· ― ὡσαύτως κατὰ πληθ., Θουκ. 6. 15· δαπάναι ἐλπίδων Πίνδ. Ι. 5. 73 (4. 57). ΙΙ. χρήματα ἐξοδευθέντα, ἵππων, εἰς ἵππους, ὁ αὐτ. 3. 49· δαπάνην παρέχειν, χρήματα ὅπως δαπανήσῃ τις, Ἡρόδ. 1. 41· ξυμφέρειν Θουκ. 1. 99· ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται Ξεν. Οἰκ. 7. 36. ΙΙΙ. τάσις πρὸς δαπάνην, τὸ δαπανηρὸν, ἡ ἀσωτία, ἡ ἐν τῇ φύσει δαπάνη, φυσικὴ ἀσωτία, Αἰσχίν. 85. 8.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. dépense :
1 argent dépensé, dépense;
2 ressources pour des dépenses, argent à dépenser ; δαπάνην παρέχειν HDT fournir de l’argent pour la dépense ; δαπάνην ξυμφέρειν THC contribuer à la dépense;
II. goût pour la dépense, prodigalité.
Étymologie: δάπτω.
Spanish (DGE)
(δᾰπάνη) -ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α Pi.I.3/4.47, E.Ba.893
• Prosodia: [-πᾰ-]
I 1coste, gastos (δαιτός) Hes.Op.723, τὸ ... λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαριέν el alegre canto compensador de sus gastos Pi.P.5.106, cf. I.5.57, ἐν καιρῷ δὲ καὶ δ. (χρηστή) Democr.B 229, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου Th.1.129, δ. ἵππων gasto en caballos Pi.l.c., ὀλίγης δαπάνης con poco gasto Theopomp.Hist.253, cf. AP 11.230 (Pall.), εἰς ἑτέραν καταθέσθαι δαπάνην LXX 2Ma.4.19, τῆς εἰς ταῦτα δαπάνης I.BI 1.605, εἰς θηλυκὰ πρόσωπα Vett.Val.182.1, ἡ εἰς τὸν θερμὸν περίπατον δ. Epigr.Anat.25.1995.60.31 (Nisa, imper.), ἰς κενὸν ἡ δ. IUrb.Rom.1245.10 (III/IV d.C.), cf. AP 11.8, τὰς δαπάνας συναιρῶν asumiendo el conjunto de los gastos, IClaros 1.M.2.14 (II a.C.), οὐδένα λόγον δαπάνας ποιουμένα sin llevar cuenta de los gastos, e.d. sin reparar en gastos, IG 5(2).266.7 (Mantinea I a.C.), cf. BGU 466.1 (II/III d.C.), Eu.Luc.14.28, αἱ βιοτικαὶ δαπάναι los gastos de manutención, IG 22.1043.28 (I a.C.), στρατιωτικαὶ δαπάναι gastos militares Iust.Nou.8.10.2, 41.2, 50.2, ἡ τοῦ οἴκου δαπάνη Iust.Nou.3 praef.
•fig. κούφα γὰρ δ. νομίζειν pues poco cuesta creer E.l.c.
2 dinero para gastar, recursos παρέχων πᾶσαν δαπάνην proporcionando dinero para todo tipo de gastos Hdt.1.41, ἀπὸ τῆς δαπάνης ἣν ἐκεῖνοι ξυμφέροιεν de los gastos a que ellos contribuían Th.1.99, ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δ. los recursos previstos para un año X.Oec.7.36, cf. Plu.Arist.1, PFlor.140.10 (III d.C.), τὰν δὲ δαπάναν δ[όμεν τὸ] ν ταμίαν IE 15.11 (II a.C.), ἐξ ἰδίων δαπανῶν a sus propias expensas, IMaced.72.3 (Elimea II/III d.C.), cf. ID 1519.18 (II a.C.), tb. mismo sent. δαπάναις ἰδίαις MAMA 7.273 (Frigia), ταῖς ἐμαυτοῦ δαπάναις a costa mía, PWash.Univ.15.10 (V d.C.), ἀλλοτρίᾳ δαπάνῃ a costa de otro, AP 11.4 (Parmen.).
3 prodigalidad οὐκ ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῆς ἐν τῇ φύσει δαπάνης no obligado por mi prodigalidad natural Aeschin.3.218.
II fig.
1 lo destinado a ser gastado o consumido, pasto σητῶν δ. pasto de polillas ref. a algo fatuo o perecedero, Gr.Naz.M.35.960D, 877B, δαπάνη· τροφή Hsch., πόσην χρῆ τῷ πυρὶ προαποθέσθαι δαπάνην cuanto era preciso destinar a ser consumido por el fuego cósmico en la creación, Basil.Hex.3.5
•consumición, destrucción, corrupción τί δὲ τὸ πῦρ; ἡ τοῦ κούφου δαπάνη ¿y qué (significa) el fuego? la destrucción de la vanidad Gr.Naz.M.36.352D, cf. M.269C.
2 medic. consunción ἐπὶ δαπάνῃ καὶ συντήξει τῆς πιμελῆς Steph.in Hp.Progn.116.23, σαρκῶν Steph.in Hp.Progn.224.31.
• Etimología: Deriv. de la r. de δάπτω q.u.
English (Strong)
from dapto (to devour); expense (as consuming): cost.
English (Thayer)
δαπανης, ἡ (from δάπτω to tear, consume, (akin are δεῖπνον, Latin daps; Curtius, § 261)), expense, cost: Hesiod, Works, 721, Pindar, Euripides, Thucydides, and following.)
Greek Monolingual
η (AM δαπάνη)
1. το να ξοδεύει κανείς είδος ή χρήματα
2. χρηματικό ποσό που ξοδεύεται για κάτι
3. υπερβολικά έξοδα, σπατάλη
4. φρ. α) «ἰδίᾳ δαπάνη» — με προσωπική δαπάνη
β) «δημοσίᾳ δαπάνη» — με έξοδα του κράτους
μσν.
εφόδια και τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάπτω + θηλ. του επιθήματος -ανος. Στη λ. δαπάνη η αρχική σημ. του δάπτω «καταβροχθίζω, καταστρέφω, φθείρω» μετέπεσε στη σημ. «έξοδα, σπατάλη»].
Greek Monotonic
δᾰπάνη: [ᾰ], ἡ (δάπτω),
I. έξοδα, κόστος, ζημία, ανάλωση, σε Ησίοδ.· χρημάτων, σε Θουκ.· δ. κούφη, το κόστος είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ.
II. ξόδεμα, κατανάλωση χρημάτων· ἵππων, σε άλογα, σε Πίνδ.· δαπάνην παρέχειν, χρήματα διαθέσιμα για ξόδεμα, σε Ηρόδ.
III. αλόγιστη, άσκοπη δαπάνη, σπατάλη, διασπάθιση, υπερβολή, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπάνη: дор. δᾰπάνα (πᾰ) ἡ
1) расходование, расход, трата Hes., Pind.: δ. или δαπάναι τινός Pind., Thuc., Arst. расход чего-л. или на что-л.; οἰκηΐη ἀνδρῶν δαπάνῃ Her. со снаряженным на собственный счет войском; κούφα δαπάνα νομίζειν Eur. нетрудно понять;
2) деньги на расходы, средства (δαπάνην παρέχειν Her.; δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat.);
3) расточительность (ἡ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαπάνη -ης, ἡ [~ δάπτω] uitgave, kosten:. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δ. kosten aan goud en zilver Thuc. 1.129.3. geldelijke middelen:. δαπάνην παρέχειν geldelijke middelen ter beschikking stellen Hdt. 1.41.1.
Frisk Etymological English
See also: s. δάπτω.