ἐνώπια: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνώπια:''' τά [ὤψ]<br /><b class="num">1)</b> внутренний фасад дома (ἐ. παμφανόωντα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вид, наружность, лицо (σέμν᾽ ἐ. ἔχειν Aesch.). | |elrutext='''ἐνώπια:''' τά [ὤψ]<br /><b class="num">1)</b> внутренний фасад дома (ἐ. παμφανόωντα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вид, наружность, лицо (σέμν᾽ ἐ. ἔχειν Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐνώπια]], τά, <i>n</i><br />the [[inner]] [[wall]] [[fronting]] those who [[enter]] a [[building]] or the [[side]]-walls of the [[entrance]], Hom. [from [[ἐνώπιος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 9 January 2019
English (LSJ)
τά, perh.
A face of a wall, ἐ. παμφανόωντα Il.8.435, Od.22.121, al.; perh. facade, A.Supp.146(lyr.): later in sg., ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν SIG2588.245 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 861] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. προνώπια) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν ἕνεκα τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνώπια: τά, ὁ ἐσωτερικὸς τοῖχος ὁ κείμενος ἀπέναντι τῶν εἰσερχομένων εἴς τι οἰκοδόμημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ προνώπια, τὰ βλέποντα εἰς τὴν ὁδόν, Ὁμ. (ἂν καὶ ἄλλοι ἐκλαμβάνουσι τὰ ἐνώπια ὡς σημαίνοντα τοὺς ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου τοίχους, ἴδε Εὐστ. 722. 3)· πρὸς τὸν τοῖχον τοῦτον ἔκλινον τὰ ἅρματα, ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, «πρὸς τοὺς ἐξ ἐναντίας τῶν εἰσόδων τοίχους» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 435, Ὀδ. Δ. 42· ὡσαύτως ἐναπέθετον καὶ τὰ ἐκ τῶν πολεμίων σκυλευθέντα ὅπλα, Ἰλ. Ν. 261, πρβλ. Ὀδ. Χ. 121· παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε παμφανόωντα, διότι ἦσαν λεῖα καὶ τὸ φῶς ἀντανεκλᾶτο ἐπ᾿ αὐτῶν: ‒ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 145, ἐνώπια φαίνεται ὅτι εἶναι οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.
English (Autenrieth)
(ὤψ, cf. ‘façade’): the sidewalls of the vestibule, epith. παμφανόωντα, perhaps because painted white. See plate III. A and B.
Greek Monolingual
ἐνώπια, τα (Α)
1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τον συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.)
2. γενικώς οι τοίχοι του οικοδομήματος
3. πιθ. πρόσοψη
4. (επιγρ. και στον ενικό) «ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν» επιγρ..
Greek Monotonic
ἐνώπια: τά, ο διπλανός τοίχος από εκείνον που πρωτοαντικρίζουμε όταν εισερχόμαστε σε ένα κτίριο ή αλλιώς οι πλευρικοί τοίχοι της εισόδου, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνώπια: τά [ὤψ]
1) внутренний фасад дома (ἐ. παμφανόωντα Hom.);
2) вид, наружность, лицо (σέμν᾽ ἐ. ἔχειν Aesch.).
Middle Liddell
ἐνώπια, τά, n
the inner wall fronting those who enter a building or the side-walls of the entrance, Hom. [from ἐνώπιος