ἐξαγωγή: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> выведение (pl. τοῦ ἱππικοῦ Xen. и τῶν δυνάμεων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> снятие с мели (sc. τῆς [[νεός]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> вывоз (σίτου Arst., Polyb.; σύκων Plut.): πωλεῖν ἐπ᾽ ἐξαγωγῇ Her. продавать на вывоз;<br /><b class="num">4)</b> право вывоза (ἐξαγωγὴν [[δοῦναι]] Isocr., παρέχεσθαι Plat. и [[λαβεῖν]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> опорожнение (кишечника) (αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> удаление, изгнание ([[διάκρισις]] καὶ ἐ. Arst.);<br /><b class="num">7)</b> исход, конец, окончание (τῶν παρόντων κακῶν Polyb.; ἐξαγωγὴν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> кончина, смерть (ἢ μονὴ ἐν τῷ βίῳ ἢ ἐ. Plut.);<br /><b class="num">9)</b> юр. выселение, лишение права владения Isae., Dem.
|elrutext='''ἐξᾰγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> выведение (pl. τοῦ ἱππικοῦ Xen. и τῶν δυνάμεων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> снятие с мели (sc. τῆς [[νεός]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> вывоз (σίτου Arst., Polyb.; σύκων Plut.): πωλεῖν ἐπ᾽ ἐξαγωγῇ Her. продавать на вывоз;<br /><b class="num">4)</b> право вывоза (ἐξαγωγὴν [[δοῦναι]] Isocr., παρέχεσθαι Plat. и [[λαβεῖν]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> опорожнение (кишечника) (αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> удаление, изгнание ([[διάκρισις]] καὶ ἐ. Arst.);<br /><b class="num">7)</b> исход, конец, окончание (τῶν παρόντων κακῶν Polyb.; ἐξαγωγὴν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> кончина, смерть (ἢ μονὴ ἐν τῷ βίῳ ἢ ἐ. Plut.);<br /><b class="num">9)</b> юр. выселение, лишение права владения Isae., Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξᾰγωγή, ἡ, [from [[ἐξάγω]] <i>n</i><br /><b class="num">1.</b> a [[leading]] out of soldiers, Xen.<br /><b class="num">2.</b> a [[drawing]] out of a [[ship]] to sea, Hdt.<br /><b class="num">3.</b> a [[carrying]] out, [[exportation]], Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 22:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγωγή Medium diacritics: ἐξαγωγή Low diacritics: εξαγωγή Capitals: ΕΞΑΓΩΓΗ
Transliteration A: exagōgḗ Transliteration B: exagōgē Transliteration C: eksagogi Beta Code: e)cagwgh/

English (LSJ)

ἡ, leading out of troops, X.Eq.Mag.4.9 (pl.), Plb.5.24.4 (pl.).    2 drawing out of a ship from shallows, Hdt.4.179.    3 carrying out, exportation, πωγεῖν ἐπ' ἐξαγωγῇ Id.5.6, cf. 7.156; ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, grant a right of exporting, Isoc.17.57, Pl.Lg.705b; ἐ. λαβεῖν τοῦ σίτου receive an export licence, D.34.36, cf. PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); ἐπ' ἐξαγωγῇ for removal from the country, for deportation, ἀδελφὴν ἐπ' ἐ. πέπρακε D.24.203, cf. 25.55; ἐ. σίτου, σιτική, Plb.28.2.2, 28.16.8.    4 evacuation, Arist.Pr.869b28; αἱ κατὰ φύσιν ἐ. Plu.2.134c.    5 intr., going out: hence, ending of a thing, τῶν παρόντων κακῶν Plb.2.39.4, etc.; ἐ. ἐκ τοῦ ζῆν, ἐ. βίου, departure from life, Epicur.Sent.20, Sent.Vat.38; . alone, suicide, Chrysipp.Stoic.3.188, Varro Sat.Men.p.227 B., etc.    6 the Exodus, Ph.1.438, al.; title of poem by Ezekiel.    II as law-term, ejectment, Is.3.22, D.44.34.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, das Heraus-, Wegführen, z. B. eines Schiffes aus der See, Her. 4, 179; der Soldaten, Xen. Hipparch. 4, 9; Pol. 5, 24, 4 u. öfter; bes. Wegführen aus dem Lande, πωλεῦσι τὰ τέκνα ἐπ' ἐξαγωγῇ Her. 5, 6; übh. von Waaren, die ins Ausland verführt werden, vgl. Dem. 24, 203 τὴν ἀδελφὴν ἐπ' ἐξαγωγῇ φήσει μὲν ἐκδοῦναι, πέπρακε δὲ τῷ ἔργῳ, von Einem, der seine Schwester an einen Ausländer und Feind des Staates verheirathet hatte; ἐξαγωγὴν δοῦναι, Erlaubniß zur Ausfuhr geben, Isocr. 17, 57; ἐξαγωγὴν λαβεῖν, von einer solchen Erlaubniß Gebrauch machen, Dem. 34, 36; πολλὴν ἐξαγωγὴν παρέχεσθαι Plat. Legg. IV, 705 b; Sp.; σίτου Pol. 28, 2, 2; σύκων Plut. Sol. 24. Bei Dem. 44, 34 vom Vertreiben aus der angetretenen Erbschaft. – Bei Plut. de sanit. tuend. p. 401 αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί = Ausleerungen. – Auch intr., das Ausgehen, bes. aus dem Leben, der Tod, Plut. stoic. rep. 18 u. a. Sp.; übh. der Ausgang, τῶν παρόντων κακῶν, τῶν πραγμάτων, Pol. 2, 39, 4. 4, 51, 9; ἐξαγωγὴν ποιεῖσθαι περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, die Streitigkeiten beilegen, 9, 33, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγωγή: ἡ, τὸ ἐξάγειν στρατιώτας, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 9, Πολύβ. 5. 24, 4. 2) τὸ ἐξάγειν τι ἔκ τινος μέρους, περὶ τῆς Ἀργοῦς ἥτις ἐκάθισεν εἰς τὰ βράχεα, δηλ. τὰ τενάγη τῆς Τριτωνίδος λίμνης, καὶ οἱ (τῷ Ἰήσονι) ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν λόγος ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα, κτλ., Ἡρόδ. 4. 179. 3) ἡ εἰς τὴν ἀλλοδαπὴν ἐξαγωγὴ ἐμπορευμάτων, πωλεῖν ἐπ’ ἐξαγωγῇ Ἡρόδ. 5. 6, πρβλ. 7. 156· ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, παρέχειν τὸ δικαίωμα ἐξαγωγῆς, Ἰσοκρ. 370Β, Πλάτ. Νόμοι 705Β· ἐξαγ. λαβεῖν, λαβεῖν δικαίωμα ἐξαγωγῆς, Δημ. 917. 28· ἐπ’ ἐξαγωγῇ, ὅπως ἐξαγάγῃ τις ἔξω τῆς χώρας, ἀδελφὴν ἐπ’ ἐξαγωγῇ πέπρακε ὁ αὐτ. 763. 13, πρβλ. 787. 8· ἐξαγ. σίτου ἢ σιτικὴ Πολύβ. 28. 2, 2., 14. 8. 4) ἐκκένωσις, Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαὶ Πλούτ. 2. 134C. 5) τὸ ἐξέρχεσθαι, ἔξοδος, καὶ ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. exitus, τὸ τέλος πράγματός τινος, Πολύβ. 2. 39, 4, κτλ., τὸ τέλος τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1042D· ἡ ἔξοδος τῶν Ἑβραίων ἐκ τῆς Αἰγύπτου, Κλήμ. Ἀλ. 414. ΙΙ. ἔξωσις, ὡς νομικὸς ὅρος, πρὸς ἐκδίκασιν τῶν δικαιωμάτων ἰδιοκτησίας, Ἰσαῖος 40. 12, Δημ. 1090. 23.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I.  1 action d’emmener avec soi (une troupe, une armée);
2 action d’amener de, particul. de tirer un vaisseau de la mer;
3 exportation;
4 expulsion;
II. action de sortir de la vie, suicide.
Étymologie: ἐξάγω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. -γά SEG 32.1586 (Náucratis V a.C.), CID 2.31.106 (IV a.C.), ICr.3.3.4.26 (Hierapitna III a.C.), IEleutherna 6.18 (II a.C.)

• Grafía: graf. <ἐ>χσ- IG 13.236.9 (V a.C.)
I c. gen. obj. explíc. o impl.
1 náut. acción o modo de desencallar οἱ ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγήν a él, que desconocía el modo de desencallar la nave, Hdt.4.179.
2 extracción de materiales τῶν λίθων de una cantera IEleusis 177.51 (IV a.C.), ἡ ἐκ τῶν μετάλλων ἐ. Str.5.3.11
retirada de desechos λατύπας ἐ. CID l.c., χόου ἐ. desescombro, CID 2.62.1A.25 (IV a.C.).
3 econ. exportación πωλεῦσι τὰ τέκνα ἐπ' ἐξαγωγῇ ref. a los tracios, Hdt.5.6, cf. 7.156, τὴν ... ἀδελφὴν ἐπ' ἐξαγωγῇ ... ἐκδοῦναι D.24.203, cf. 25.55, Sopat.6.12, PLille 29.1.14 (III a.C.), D.S.8.7, I.AI 16.1, (χώρα) πολλὴν ἐξαγωγὴν παρεχομένη (una ciudad) que cuenta con una gran capacidad de exportación Pl.Lg.705b, cf. Str.3.2.4, Aristid.Or.3.379, ἀπέκλεισε τὴν ἐξαγωγὴν τοῦ σίτου Arist.Oec.1352a18, cf. Str.14.5.2, PSI 927.18 (II d.C.), πρὸς τῇ ἐξαγωγῇ τοῦ σίτου PPetr.2.20.1.2 (III a.C.), cf. SB 11547B.10 (III d.C.), πεντηκοστὴ ... ἐξακοκῆς (sic) tasa de una quincuagésima parte sobre la exportación, POxy.1440.3 (II d.C.)
esp. derecho o permiso de exportación op. εἰσαγωγά ‘importación’ SEG 32.1586 (Náucratis V a.C.), cf. Samo.p.40.B 15 (Estinfalo II a.C.), SEG 39.1180.7 (Éfeso I d.C.), ὑμῖν ἐξαγωγὴν ἔδοσαν os concedieron el derecho de exportación Isoc.17.57, cf. Thphr.Char.23.4, IEleutherna l.c., ἔλαβε τὴν ἐξαγωγὴν τοῦ σίτου se aprovechó del derecho de exportación del trigo D.34.36, cf. Plb.28.2.2, 16.8, D.S.14.42, ἐ. τῶν σωμάτων derecho de exportación de esclavos, PCair.Zen.93.13 (III a.C.), cf. SIG 135.9 (Olinto IV a.C.), ICr.l.c.
4 gener. expulsión αὐτῶν (τῶν θεῶν) Luc.Tox.2
medic. expulsión, eliminación τοῦ χορίου Hp.Superf.8, de sudor, Arist.Pr.869b28, de aires, Plu.2.134c, πνιγμοὶ ... καὶ σύντομοι ἐξαγωγαί ahogos y expiraciones entrecortadas Tim.Met. en Anon.Lond.8.31
jur. expulsión de una propiedad IG l.c., Is.3.22, D.44.34, PLund Univ.Bibl.2.5.15 (V/VI d.C.), PMonac.1.16 (VI d.C.)
fig. repulsión en juego de palabras sobre Συναγωγή Ath.Al.M.28.964D.
5 de textos, discursos exposición, divulgación ἐπῳδῶν Suppl.Mag.72.1.1, cf. Gloss.2.54, τῶν Πλάτωνος μαθημάτων Them.Or.23.299b, cf. Plu.2.697e
exposición, revelación c. gen. de pers. εἰς ἀποτροπὴν μὲν τῶν ἀκουόντων, εἰς ἐξαγωγὴν δὲ τῶν πραττόντων para apartar a los que escuchan y desenmascarar a los autores Epiph.Const.Haer.26.14.5.
6 administración, gestión ἡ περὶ τὰ ἱερὰ ἐ. IGLS 992.30 (II a.C.).
II c. gen. subj. explíc. o impl.
1 salida, éxodo de los judíos de Egipto, tít. de una tragedia de Ezequiel, Clem.Al.Strom.1.23.155, n. de un libro del AT, Ph.1.438
milit. retirada de tropas τοῦ ἱππικοῦ X.Eq.Mag.4.9, τῶν δυνάμεων op. εἰσαγωγή Plb.5.24.4
traslado ἡ πρὸς τὴν Σικελίαν ἐξαγωγὴ τῶν πραγμάτων el traslado de las operaciones a Sicilia Aristid.Or.5.26.
2 salida, solución, final τῶν παρόντων ... κακῶν Plb.2.39.4, cf. 4.51.9
salida de la vida, muerte ἡ ἐ. ἐκ τοῦ ζῆν Epicur.Sent.[5] 20, ἐ. βίου Epicur.Sent.Vat.[6] 38
esp. suicidio Chrysipp.Stoic.3.188.8, 18, περὶ ἐξαγωγῆς tít. de una sátira de Varrón, Varro.Sat.Men.405, περὶ εὐλόγου ἐξαγωγῆς sobre el suicidio razonado tít. de una obra de Plotino, Porph.Plot.4.53
del cosmos salida, extinción τῆς ... ἐκ τοῦ κόσμου τῶν γεγονότων ἐξαγωγῆς en la fil. de Parménides, Hippol.Haer.7.29.9.
3 existencia ἐν θαλάσσῃ ἐ. τοῦ βίου el hecho de llevar una vida en el mar Aret.CD 1.2.18 (cód.), τὸ ἀκίνητον ... τῆς τοῦ Θεοῦ ἐξαγωγῆς Basil. en Cat.Act.Ap.7.55-56.

Greek Monolingual

η (AM ἐξαγωγή) εξάγω
1. μεταφορά, μετακίνηση προς τα έξω («εξαγωγή του ξίφους από τον κολεό»)
2. μεταφορά εμπορευμάτων από μια χώρα σε άλληεξαγωγή σιταριού»)
νεοελλ.
1. το σύνολο τών εξαγόμενων προϊόντων μιας χώρας, το εξαγωγικό εμπόριο
2. (λογ.) ο σχηματισμός συμπεράσματος
αρχ.
1. έκθεση, αποκάλυψη
2. ζωή, ύπαρξη
3. αποστολή στρατού, εκστρατεία
4. μετοίκηση από μια χώρα σε άλλη
5. απαλλαγή από κάτι («πρὸς τὴν τῶν παρόντων κακῶν ἐξαγωγὴν», Πολ.)
6. κένωση τών περιττωμάτων («μὴ περιμένουσαι τὰς κατὰ φύσιν ἐξαγωγάς», Αριστοτ.)
7. αυτοκτονία
8. (νομ.) εκδίωξη από αμφισβητούμενη περιοχή.

Greek Monotonic

ἐξᾰγωγή: ἡ,
1. προέλαση στρατιωτών, σε Ξεν.
2. εφέλκυση, τράβηγμα πλοίου έξω από τη θάλασσα, σε Ηρόδ.
3. μεταφορά εμπορευμάτων προς τα έξω, εξαγωγή εμπορευμάτων, στον ίδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγωγή:
1) выведение (pl. τοῦ ἱππικοῦ Xen. и τῶν δυνάμεων Polyb.);
2) снятие с мели (sc. τῆς νεός Her.);
3) вывоз (σίτου Arst., Polyb.; σύκων Plut.): πωλεῖν ἐπ᾽ ἐξαγωγῇ Her. продавать на вывоз;
4) право вывоза (ἐξαγωγὴν δοῦναι Isocr., παρέχεσθαι Plat. и λαβεῖν Dem.);
5) опорожнение (кишечника) (αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί Plut.);
6) удаление, изгнание (διάκρισις καὶ ἐ. Arst.);
7) исход, конец, окончание (τῶν παρόντων κακῶν Polyb.; ἐξαγωγὴν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.);
8) кончина, смерть (ἢ μονὴ ἐν τῷ βίῳ ἢ ἐ. Plut.);
9) юр. выселение, лишение права владения Isae., Dem.

Middle Liddell

ἐξᾰγωγή, ἡ, [from ἐξάγω n
1. a leading out of soldiers, Xen.
2. a drawing out of a ship to sea, Hdt.
3. a carrying out, exportation, Hdt., attic