εὐαγγελίζομαι: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐαγγελίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. εὐ. λόγους ἀγαθούς Arph.) сообщать радостную весть, поздравлять (τινι Dem.; πέρκς ἔχειν τὸν πόλεμον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тж. act. благовествовать NT; проповедовать (τί τινι, τι περί τινος, τινα, τὰς πόλεις πάσας NT); pass. слышать благую весть (οἱ [[πρότερον]] εὐαγγελισθέντες NT). | |elrutext='''εὐαγγελίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. εὐ. λόγους ἀγαθούς Arph.) сообщать радостную весть, поздравлять (τινι Dem.; πέρκς ἔχειν τὸν πόλεμον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тж. act. благовествовать NT; проповедовать (τί τινι, τι περί τινος, τινα, τὰς πόλεις πάσας NT); pass. слышать благую весть (οἱ [[πρότερον]] εὐαγγελισθέντες NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εὐαγγελίζομαι]], [[εὐάγγελος]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[bring]] [[good]] [[news]], [[announce]] them, Ar., Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[proclaim]] as [[glad]] [[tidings]], τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ NTest.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[preach]] the gospel, NTest.:—c. acc. pers. to [[preach]] the gospel to persons, NTest.;—so also in Act., NTest.:— Pass. to [[have]] the gospel preached to one, NTest.; of the gospel, to be preached, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 9 January 2019
English (LSJ)
impf., Paus. 4.19.5: fut. part. -ιούμενος J.AJ6.4.2, 18.6.10, Luc.Icar.34: aor. (v. infr.):—Act., only in later Gr., LXX 1 Ki.31.9, Apoc.10.7, PGiss. 27.6 (ii A.D.): plpf. εὐηγγελίκειν dub. in D.C.61.13: (εὐάγγελος):—
A bring good news, announce them, λόγους ἀγαθοὺς φέρων εὐαγγελίσασθαί τινι Ar.Eq.643, cf. Phryn.Com.44, D.18.323; τὴν εὐτοκίαν Sor. 1.70; εὐτυχίας τῇ πατρίδι Lycurg.18; πρός σε ταῦτα Men. Georg. 83; also τινά τι J.AJ18.6.10, Alciphr.3.12, Hld.2.10; εὐ. ὅτι . . Thphr.Char.17.7; τινι ὅτι . . Luc.Philops.31: c. acc. et inf., Plu. Mar.22:—Act., εὐ. τὰ τῆς νίκης PGiss.l.c.; τισιν ὡς . . Polyaen.5.7:—Pass., receive good tidings, ἐν ᾗ -ίσθη ἡ πόλις ἡμέρᾳ AJA18.323 (Sardes, i B.C.). II preach or proclaim as glad tidings, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ Ev.Luc.4.43, etc.; εἰρήνην ὑμῖν Ep.Eph.2.17, etc. 2 abs., proclaim glad tidings, πτωχοῖς LXX Is.61.1, cf. Ev.Luc.4.18, etc.: c. acc., preach the glad tidings of the gospel to, τὸν λαόν ib.3.18; κώμας τῶν Σαμαρειτῶν Act.Ap.8.25:—so in Act., Apoc. 10.7; τινι LXX 1 Ki.31.9:—Pass., have the gospel preached to one, Ev.Matt.11.5, Ep.Hebr.4.2,6; also of the gospel, to be preached, Ev.Luc. 16.16, Ep.Gal.1.11.
German (Pape)
[Seite 1054] (εὐάγγελος), eine gute Botschaft bringen, Erfreuliches verkünden, λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῖν βούλομαι Ar. Equ. 643; Dem. 18, 323; μεγάλας εὐτυχίας Lycurg. 18; Sp., auch ταῦτά σε οὖν εὐαγγ., Alciphr. 3, 12, wie Hel. 2, 10; N. T, z. B. πτωχοὶ εὐαγγελίζονται Matth. 11, 5; vgl. Hebr. 4, 2. 6, wo auch wie bei D. Cass. 61, 13 das activ. εὐηγγελίκει sich findet; – Etwas als gute Vorbedeutung ansehen, Iambl. – Augm. εὐηγγελιζόμην, vgl. Lob. zu Phryn. 269.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαγγελίζομαι: παρατ. παρὰ Παυσ.: μετοχ. μέλλ. -ιούμενος Λουκ. Ἰκαρομ. 34: ἀόρ., Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτέρω: - ἐνεργητ., Ἑβδ. (Α΄, Νόμ. ΛΑ΄, 9), Ἀποκάλ. Ἰωάνν. ι΄, 7., ιδ΄, 6: ὑπερσ. εὐηγγελίκειν, ἀμφίβ. παρὰ Δίωνι Κ. 61. 13 (εὐάγγελος): Ἀποθ. Ἀγγέλω εὐάρεστα νέα, εὐχαρίστους εἰδήσεις, λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 643, πρβλ. Φρύν. Κωμῳδὸν ἐν «Σατύροις» 1, Δημ. 332. 9· εὐτυχίας τινὶ Λυκοῦργ. 150. 7· ὠσαύτως, τινά τι Ἀλκίφρ. 3. 12, Ἡλιόδ. 2. 10· εὐ. ὅτι…, Θεοφρ. Χαρ. 17· τινὶ ὅτι.., Λουκ. Φιλοψ. 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Μάρ. 22. ΙΙ. κηρύττω ἢ ἀναγγέλω, διακηρύττω ὡς χαροποιὸν ἄγγελμα, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 43, κτλ.· εἰρήνην Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 17, κτλ. 2) ἀπολ., κυρήττω τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄. 18, κτλ.: μετ’ αἰτ. προσ., κηρύττω εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν καλὴν ἀγγελίαν τοῦ Εὐαγγελίου, παρὰ τῷ αὐτῷ γ΄, 18, Πράξ. Ἀποστ. η΄, 25· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς εὐηγγέλισε τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις τοῖς προφήταις Ἀποκάλ. Ἰωάννου ι΄, 7 (ἔνθα τοὺς δούλους εἶναι ἡ προτιμοτέρα γραφή), ιδ΄, 6· εὐαγγελίζοντες τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ Ἐβδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.): - ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ, εὐαγγελίζομαι τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 5, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. δ΄, 2 καὶ 6· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελίου, κηρύττομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 16, Ἐπιστ. π. Γαλ. α΄, 11. - Ἐν τῇ λειτουργικῇ: ἀναγιγνώσκω τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας: εἰρήνη σοι τῷ εὐαγγελιζομένῳ Εὐχολόγ. σ. 54.
French (Bailly abrégé)
impf. εὐηγγελιζόμην, f. εὐαγγελιοῦμαι;
annoncer une bonne nouvelle : τινι ὅτι annoncer à qqn la bonne nouvelle que.
Étymologie: εὐαγγελία.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐαγγελίζομαι) ευάγγελος
φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», Αριστοφ.)
αρχ.-μσν.
1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ)
2. διαβάζω το Ευαγγέλιο της ημέρας
3. κηρύσσω κάτι ως ευχάριστη είδηση
4. παθ. α) δέχομαι ευχάριστες ειδήσεις
β) αναγγέλλομαι ως χαρμόσυνο γεγονός («ἡ βασιλεία τοῡ Θεοῡ εὐαγγελίζεται», ΚΔ).
Greek Monotonic
εὐαγγελίζομαι: (εὐάγγελος),
I. αποθ., φέρνω ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις, τις ανακοινώνω, τις γνωστοποιώ, τις κοινοποιώ, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.
II. 1. διακηρύσσω ως χαρμόσυνα νέα, μαντάτα, ειδήσεις, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, σε Καινή Διαθήκη
2. απόλ., κηρύττω το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· με αιτ. προσ., κηρύσσω στους ανθρώπους το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου, στο ίδ.· ομοίως επίσης, και στην Ενεργ., στον ίδ. — Παθ., κηρύσσομαι, διδάσκομαι το Ευαγγέλιο, στο ίδ.· λέγεται για το ίδιο το Ευαγγέλιο, κηρύσσομαι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐαγγελίζομαι:
1) (тж. εὐ. λόγους ἀγαθούς Arph.) сообщать радостную весть, поздравлять (τινι Dem.; πέρκς ἔχειν τὸν πόλεμον Plut.);
2) тж. act. благовествовать NT; проповедовать (τί τινι, τι περί τινος, τινα, τὰς πόλεις πάσας NT); pass. слышать благую весть (οἱ πρότερον εὐαγγελισθέντες NT).
Middle Liddell
εὐαγγελίζομαι, εὐάγγελος
I. Dep. to bring good news, announce them, Ar., Dem., etc.
II. to proclaim as glad tidings, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ NTest.
2. absol. to preach the gospel, NTest.:—c. acc. pers. to preach the gospel to persons, NTest.;—so also in Act., NTest.:— Pass. to have the gospel preached to one, NTest.; of the gospel, to be preached, NTest.