ὑπερίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερίστᾰμαι:''' (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:<br /><b class="num">1)</b> являться во сне: (τὸ [[ὄνειρον]]) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;<br /><b class="num">2)</b> становиться на защиту (τινος Soph.).
|elrutext='''ὑπερίστᾰμαι:''' (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:<br /><b class="num">1)</b> являться во сне: (τὸ [[ὄνειρον]]) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;<br /><b class="num">2)</b> становиться на защиту (τινος Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act.:— to [[stand]] [[over]] [[another]], c. gen., Hdt.: esp. to [[stand]] [[over]] one for [[protection]], [[protect]], τινος Soph.
}}
}}

Revision as of 02:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίστᾰμαι Medium diacritics: ὑπερίσταμαι Low diacritics: υπερίσταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperístamai Transliteration B: hyperistamai Transliteration C: yperistamai Beta Code: u(peri/stamai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—

   A stand over, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Hdt.7.17.    2 stand over one for protection, protect, τινος S.El.188 (lyr.): abs., A.R.4.370.    3 surpass, τινος J.BJ5.10.3.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., über Einem oder Einem zu Häupten stehen, τινός, Her. 7, 17; bes. über Einem zu seinem Schutze stehen, ihn vertheidigen, ἇς φίλος οὔτις ἀνὴρ ὑπερίσταται Soph. El. 181.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι ὑπεράνω, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι ὑπεράνω τινός, ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, ὑπερασπίζω, προστατεύω, τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) ἐπίκειμαι, τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερστήσομαι, ao.2 ὑπερέστην, etc.
1 se tenir au-dessus de, gén.;
2 se tenir au-dessus de ou devant ; protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵσταμαι.

Greek Monolingual

ΜΑ ἵσταμαι
μσν.
προστίθεμαι κάπου
αρχ.
1. στέκομαι πάνω από κάποιον
2. (ιδίως) στέκομαι πάνω από κάποιον προκειμένου να του προσφέρω προστασία
3. υπερτερώ.

Greek Monotonic

ὑπερίστᾰμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· στέκομαι πάνω από κάτι άλλο, με γεν., σε Ηρόδ.· ιδίως, στέκομαι πάνω από κάποιον για προστασία, προστατεύω, υπερασπίζω, τινος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίστᾰμαι: (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:
1) являться во сне: (τὸ ὄνειρον) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;
2) становиться на защиту (τινος Soph.).

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act.:— to stand over another, c. gen., Hdt.: esp. to stand over one for protection, protect, τινος Soph.