φαίδιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(4b)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φαίδῐμος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> блестящий, лоснящийся или сияющий, светлый ([[ὦμος]] Hom.; γυῖα Hom., Hes.; [[κόμα]], ἵπποι Pind.);<br /><b class="num">2)</b> славный, прославленный ([[Ἀχιλλεύς]] Hom.).
|elrutext='''φαίδῐμος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> блестящий, лоснящийся или сияющий, светлый ([[ὦμος]] Hom.; γυῖα Hom., Hes.; [[κόμα]], ἵπποι Pind.);<br /><b class="num">2)</b> славный, прославленный ([[Ἀχιλλεύς]] Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φαίδιμος]], ον, [φάω]<br /><b class="num">1.</b> [[shining]], of men's limbs, prob. in [[reference]] to the [[common]] use of oil, Od., Hes., Pind.<br /><b class="num">2.</b> of heroes, [[famous]], [[glorious]], Hom., Aesch.
}}
}}

Revision as of 02:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαίδῐμος Medium diacritics: φαίδιμος Low diacritics: φαίδιμος Capitals: ΦΑΙΔΙΜΟΣ
Transliteration A: phaídimos Transliteration B: phaidimos Transliteration C: faidimos Beta Code: fai/dimos

English (LSJ)

ον, also α, ον Pi. P.4.28, N.1.68 (not used by Hom. in fem.): (φαιδρός):—

   A shining, radiant, glistening, esp. of men's limbs, φ. ὦμος Od.11.128, Pi.O.1.27; γυῖα Il.6.27, Hes.Th.492; κόμα Pi.N.1.68; πρόσοψις Id.P.4.28 (s. v. l.); sleek, glossy, ἵπποι Id.O.6.14.    2 of heroes, famous, glorious, φαίδιμ' Ἀχιλλεῦ Il.9.434; φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ Od.10.251; φαίδιμος Ἕκτωρ, αἴας, Il.4.505, 5.617, etc.—Used by Trag. only in Ep. phrases, φαίδιμ' Ἀχιλλεῦ A.Fr.131 (anap., ap.Ar.Ra.992); ἀμφὶ φ. ὤμοις S.Fr.453; so φ. βραχίονες Achae.4.

German (Pape)

[Seite 1250] ον, bei Pind. auch 3 Endgn, leuchtend, glänzend; häufig bei Hom. u. Hes.; von Gliedern des menschlichen Körpers, wobei man vielleicht nicht an eine Uebertr. stattlichzu denken hat, sondern im eigentlichen Sinne das Glänzende der vollen kräftigen Glieder, das überdies noch durch das Salben mit Oel erhöht wird, festhalten muß; so γυῖα, Il. 6, 27 u. öfter; ὦμος Od. 11, 128. 23, 275; κόμα Pind. N. 1, 68; πρόσοψις P. 4, 28; auch ἵπποι, Ol. 6, 14; βραχίονες Achaeus bei Ath. X, 414 d; auch in übertragener Bdtg, von Menschen, glanzvoll, ruhmvoll; in der Il. heißt so bes. Aias und Hektor, in der Od. Telemachos, auch Achilles u. Odysseus; obwohl auch in diesen Vrbdgn gewiß vorzugsweise das Glänzende der äußern Erscheinung bezeichnet ist.

Greek (Liddell-Scott)

φαίδιμος: -ον, καὶ η, ον Πινδ. Π. 4. 51, Ν. 1. 101· οὐδέποτε ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τῷ θηλ.· (ἴδε φάω)· ― λαμπρός, στιλπνός, λάμπων, ἀποστίλβων, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος κυρίως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν κοινὴν χρῆσιν τοῦ ἐλαίου παρὰ τοῖς παλαιοῖς εἰς ἀλοιφὴν αὐτοῦ, φαίδιμος ὦμος Ὀδ. Λ. 128, Πινδ. Ο. 1. 41· γυῖα Ἰλ. Ζ. 27, Ἡσ. Θεογ. 492· κόμα Πινδ. Ν. 1. 101· πρόσοψις ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 51· ὡσαύτως, φαίδ. ἵπποι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 621. 2) ἐπὶ ἡρώων, περιφανής, ἔνδοξος, Λατ. cla?us illust is, φαίδιμ’ Ἀχιλλεῦ Ἰλ. Ι. 434· φαίδιμ’ Ὀδυσσεῦ Ὀδ. Κ. 251· φαίδιμος Ἕκτωρ, Αἴας Ἰλ. Δ. 505, Ε. 617, κλπ. ― Ἡ λέξις εὕρηται παρὰ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν Ἐπικ. φράσεσι, φαίδιμ’ Ἀχιλλεῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 128) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 992· ἀμφὶ φ. ὤμοις Σοφ. Ἀποσπ. 403· οὕτω, φ. βραχίονες Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαίδιμος· ὄνομα κύριον. ἢ λαμπρός. κατὰ ψυχὴν ἰσχυρός. ἐπίσημος. σπουδαῖος», πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. φαιδιμόεντες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 brillant d’huile ; brillant de force en parl. du corps, des membres;
2 beau, magnifique ; sel. d’autres glorieux, illustre.
Étymologie: φαίνω.

English (Autenrieth)

shining; only fig., ‘stately,’ γυῖα, ὦμος, Od. 11.128; of persons, illustrious.

English (Slater)

φαίδῐμος
   1 gleaming ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον (sc. Πέλοπα) (O. 1.27) φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) met., κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14) “φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” (P. 4.28)

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -ίμη, Α
(ποιητ. τ.)
1. (ιδίως για μέλη του ανθρώπινου σώματος αλειμμένα με λάδι) αυτός που λάμπει, στιλπνός («καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα γυῑα», Ομ. Ιλ.)
2. (για ήρωα) ένδοξος, ονομαστός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατὰ ψυχὴν ἰσχυρός, ἐπίσημος, σπουδαῑος»
4. ως κύριο όν. Φαίδιμος·μυθ. βασιλιάς τών Σιδωνίων στην Φοινίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαιδρός.

Greek Monotonic

φαίδῐμος: -ον και -α, -ον (φάω
1. λαμπερός, λέγεται για τα μέλη του ανθρώπινου σώματος, πιθ. σε συσχέτιση με την κοινή χρήση του λαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ.
2. λέγεται για τους ήρωες, περίφημος, ένδοξος, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φαίδῐμος: и 3
1) блестящий, лоснящийся или сияющий, светлый (ὦμος Hom.; γυῖα Hom., Hes.; κόμα, ἵπποι Pind.);
2) славный, прославленный (Ἀχιλλεύς Hom.).

Middle Liddell

φαίδιμος, ον, [φάω]
1. shining, of men's limbs, prob. in reference to the common use of oil, Od., Hes., Pind.
2. of heroes, famous, glorious, Hom., Aesch.