ληίζομαι: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(23) |
(1ba) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληΐζομαι]] (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. [[λεΐζομαι]], αττ. τ. [[λήζομαι]])<br />(ενεργ. και συν. μέσ.) [[λαφυραγωγώ]], [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]], [[διαρπάζω]], [[ερημώνω]] με [[επιδρομή]] (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ.<br />β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ' ἤπειρον ἀλλήλους», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἐκ γῆς βαρβάρου λελησμένη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[λάφυρο]], [[λαμβάνω]] ως [[λεία]] ανθρώπους ή πράγματα («θώρηκα ἐληΐσαντο τῷ προτέρῳ ἔτεϊ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αποκτώ]] [[κάτι]] με τη βία, [[κερδίζω]] [[κάτι]] βιαίως («οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληΐζετ' [[ἄμεινον]] τῆς ἀγαθῆς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληΐς]]. Η αρχική σημ. του [[ληΐζομαι]] αναφερόταν στα [[λάφυρα]] που κατακτήθηκαν στον πόλεμο και [[μετά]] η λ. πήρε τη σημ. της ληστείας με τη σημερινή σημ. του όρου]. | |mltxt=[[ληΐζομαι]] (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. [[λεΐζομαι]], αττ. τ. [[λήζομαι]])<br />(ενεργ. και συν. μέσ.) [[λαφυραγωγώ]], [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]], [[διαρπάζω]], [[ερημώνω]] με [[επιδρομή]] (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ.<br />β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ' ἤπειρον ἀλλήλους», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἐκ γῆς βαρβάρου λελησμένη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[λάφυρο]], [[λαμβάνω]] ως [[λεία]] ανθρώπους ή πράγματα («θώρηκα ἐληΐσαντο τῷ προτέρῳ ἔτεϊ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αποκτώ]] [[κάτι]] με τη βία, [[κερδίζω]] [[κάτι]] βιαίως («οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληΐζετ' [[ἄμεινον]] τῆς ἀγαθῆς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληΐς]]. Η αρχική σημ. του [[ληΐζομαι]] αναφερόταν στα [[λάφυρα]] που κατακτήθηκαν στον πόλεμο και [[μετά]] η λ. πήρε τη σημ. της ληστείας με τη σημερινή σημ. του όρου]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ληίζομαι]], [[ληίς]]<br />Dep.:<br /><b class="num">I.</b> to [[seize]] as [[booty]], to [[carry]] off as [[prey]], Hom., Hdt.:—[[generally]], to get by [[force]], to [[gain]], get, Hes.<br /><b class="num">2.</b> to [[plunder]], [[despoil]], esp. by raids or forays, ἀλλήλους Thuc., Xen.<br /><b class="num">3.</b> absol. to [[plunder]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> perf. [[λέλῃσμαι]] in [[pass]]. [[sense]], to be carried off, taken as [[booty]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ληίζομαι: Ἡσ., Ἡρόδ.· Ἀττ. λῄζομαι, Ξεν., Ἀνθ. ΙΙ. 9. 410· ὡσαύτως λεΐζομαι, αὐτόθι 6. 169· Ἀττ. παρατ. ἐλῃζόμην Θουκ. 1. 24, κτλ.· μέλλ. ληίσομαι Ἡρόδ. 6. 86, 3, Ἐπικ. ληίσσομαι Ἡσ.· ἀόρ. ἐληισάμην Ἡροδ., Ἐπικ. ληίσσατο Ὅμ., Ἀττ. ἐλῄσατο Εὐρ. Τρῳ. 866· πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. λέλῃσμαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ.· ἀποθ. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΛΑF, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπολαύω, ὃ ἴδε· ὁπόθεν καὶ αἱ λέξ. λεία, ληίς, κτλ.). Λαμβάνω ὡς λάφυρον, ἀποκομίζω, ἀπάγω ὡς λείαν εἴτε ἀνθρώπους εἴτε πράγματα, δμωὰς ἃς Ἀχιλεὺς ληίσσατο Ἰλ. Σ. 28, πρβλ. Ὀδ. Α. 398., Ψ. 357, Ἡρόδ. 3. 47., 4. 110, κ. ἀλλ.· ἐκ δόμων δάμαρτα... ἐλῄσατο Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1, κτλ.· - καθόλου, λαμβάνω διὰ τῆς βίας, κερδαίνω, κτῶμαι, ὄλβον ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 320· οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληίζετ’ ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς αὐτόθι 700, πρβλ. Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 2) λῃστεύω, λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἰδίως δι’ ἐπιδρομῶν, ἀλλήλους Θουκ. 1. 5, πρβλ. 3. 85., 5. 115, Ἀνδοκ. 13. 37, κτλ.· χώραν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 23· τὴν θάλατταν Διόδ. 11. 88· μεταφορ., λ. τὴν τῶν ζῴων φύσιν Πλάτ. Ἐπιν. 976Α. 3) ἀπολ., λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἡρόδ. 4. 112, Λυσ. 160. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ληίζω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς πλείστοις Ἀντιγράφ. τοῦ Θουκ. 3. 85., 4. 41· καὶ ὑποστρηρίζεται ὑπὸ τῆς παθητ. χρήσεως τοῦ ῥήματος, = ἀπάγομαι λῃστρικῶς, ἐκ τῆς βαρβάρου λελῃσμένη Εὐρ. Μήδ. 256· γυναικός... οὐ βίᾳ λελῃσμένης ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 373· οὔ τι που λελῄσμεθ’ ἐξ ἄντρων λέχος; δέν μου ἡρπάγη, στοχάζομαι, ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ σπηλαίου; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 475· ληιζόμενος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 14· ληισθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 400.
English (Autenrieth)
fut. ληίσσομαι, aor. ληίσσατο: carry off as booty.
Greek Monolingual
ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι)
(ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ.
β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ' ἤπειρον ἀλλήλους», Θουκ.
γ. «ἐκ γῆς βαρβάρου λελησμένη», Ευρ.)
αρχ.
1. παίρνω κάτι ως λάφυρο, λαμβάνω ως λεία ανθρώπους ή πράγματα («θώρηκα ἐληΐσαντο τῷ προτέρῳ ἔτεϊ», Ηρόδ.)
2. (γενικά) αποκτώ κάτι με τη βία, κερδίζω κάτι βιαίως («οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληΐζετ' ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς. Η αρχική σημ. του ληΐζομαι αναφερόταν στα λάφυρα που κατακτήθηκαν στον πόλεμο και μετά η λ. πήρε τη σημ. της ληστείας με τη σημερινή σημ. του όρου].
Middle Liddell
ληίζομαι, ληίς
Dep.:
I. to seize as booty, to carry off as prey, Hom., Hdt.:—generally, to get by force, to gain, get, Hes.
2. to plunder, despoil, esp. by raids or forays, ἀλλήλους Thuc., Xen.
3. absol. to plunder, Hdt.
II. perf. λέλῃσμαι in pass. sense, to be carried off, taken as booty, Eur.