μετακινέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετακῑνέω:'''<br /><b class="num">1)</b> перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);<br /><b class="num">2)</b> сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);<br /><b class="num">3)</b> (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος [[εἰδέναι]] εἰ [[ἔτι]] μετακινητὴ εἴη ἡ [[ὁμολογία]] Thuc.).
|elrutext='''μετακῑνέω:'''<br /><b class="num">1)</b> перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);<br /><b class="num">2)</b> сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);<br /><b class="num">3)</b> (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος [[εἰδέναι]] εἰ [[ἔτι]] μετακινητὴ εἴη ἡ [[ὁμολογία]] Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[transpose]], [[shift]], [[remove]], Hdt.:— Mid. to go from one [[place]] to [[another]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[change]], [[alter]], τὴν πολιτείαν Dem.
}}
}}

Revision as of 03:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑνέω Medium diacritics: μετακινέω Low diacritics: μετακινέω Capitals: ΜΕΤΑΚΙΝΕΩ
Transliteration A: metakinéō Transliteration B: metakineō Transliteration C: metakineo Beta Code: metakine/w

English (LSJ)

   A shift, remove, τινὰ ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.74; τι IG5(1).1390.186 (Andania, i B. C.):—Med., go from one place to another, Hdt. 9.51; μεταβάλλον καὶ -ούμενον γίγνεται πᾶν Pl.Lg.894a :—Pass., Hdt.1.51, Arist.GC315b14.    2 change, alter, μ. τὴν πάτριον πολιτείαν D.23.205, cf. X.Lac.15.1 (Pass.); ῥᾷον ἔθος μετακινῆσαι φύσεως Arist.EN1152a30; ἡ τομὴ μετεκινήθη the time of cutting was altered, Thphr.HP4.11.5.

German (Pape)

[Seite 147] vom Platze rücken u. anderswohin bringen, ἵνα μιν οἱ πολέμιοι μετακινῆσαι μὴ δυναίατο, Her. 9, 74. – Pass. od. med. sich fortbewegen, Her. 9, 51; μεταβάλλον καὶ μετακινούμενον γίγνεται τὸ πᾶν, Plat. Legg. X, 894 a; Sp., μετακινητέα ἡμῖν καὶ ἡ Οἴτη, Luc. Conv. 5; Plut. – Adj. verb. μετακινητός, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνέω: μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., ἀπέρχομαι ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 changer de place, déplacer, acc. ; Pass. se déplacer, abs. s’éloigner;
2 changer, bouleverser.
Étymologie: μετά, κινέω.

Spanish

mover de un sitio a otro

English (Strong)

from μετά and κινέω; to stir to a place elsewhere, i.e. remove (figuratively): move away.

English (Thayer)

μετακίνω: to move from a place, to move away: Herodotus down; passive present participle μετακινουμενος; tropically, ἀπό τῆς ἐλπίδος, from the hope which one holds, on which one rests, Colossians 1:23.

Greek Monotonic

μετακῑνέω: μέλ. -ήσω,
1. αλλάζω θέση σε κάτι, μετατοπίζω, απομακρύνω, σε Ηρόδ. — Μέσ., πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, στον ίδ.
2. αλλάζω, τροποποιώ, τὴν πολιτείαν, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μετακῑνέω:
1) перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);
2) сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);
3) (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία Thuc.).

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to transpose, shift, remove, Hdt.:— Mid. to go from one place to another, Hdt.
2. to change, alter, τὴν πολιτείαν Dem.