ἐπίορκος: Difference between revisions

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
(1ab)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίορκος:''' <b class="num">1)</b> (о клятве) ложный ([[ὅρκος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> дающий ложную клятву ([[δικαστής]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ клятвопреступник Hes., Arph., Xen.
|elrutext='''ἐπίορκος:'''<br /><b class="num">1)</b> (о клятве) ложный ([[ὅρκος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> дающий ложную клятву ([[δικαστής]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ клятвопреступник Hes., Arph., Xen.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 17:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίορκος Medium diacritics: ἐπίορκος Low diacritics: επίορκος Capitals: ΕΠΙΟΡΚΟΣ
Transliteration A: epíorkos Transliteration B: epiorkos Transliteration C: epiorkos Beta Code: e)pi/orkos

English (LSJ)

ον,

   A sworn falsely, of oaths, εἰ δέ τι τῶνδ' ἐπίορκον Il. 19.264: freq. in the phrase ἐπίορκον ὀμόσσαι take a false oath, swear falsely, 3.279,19.260, Hes.Op.282, Th.232; in full, ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσε Ar.Ra.150; and so ἐ. ἐπομνύναι (v. ἐπόμνυμι); but in Il.10.332 ἐ. ἐπώμοσε he swore a bootless oath, i.e. one which he meant to fulfil, but the gods willed otherwise.    II. of persons, forsworn, perjured, Hes. Op.804, Schwyzer179a (Crete), E.El.1355 (anap.), Ar.Nu. 399,al.: Sup.-ότατος Antipho 6.48. Adv.-κως Hdn.6.9.2.

German (Pape)

[Seite 967] falsch schwörend, meineidig; Hes. O. 802; Ar. Nub. 398 u. oft; Xen. Ages. 1, 12; ἐπιορκότατος Antiph. 6, 48 u. Sp.; εἰ δέ τι τῶνδ' ἐπίορκον, falsch geschworen, Il. 19, 264, wie ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσεν Ar. Ran. 150; ἐπίορκον ὀμνύναι, einen Meineid schwören, Il. 3, 279 (aber ἐπίορκον ὤμοσε, er schwor einen vergeblichen Eid, der nicht in Erfüllung ging, ohne daß er einen Meineid beabsichtigte, 10, 332); Hes. O. 280, wie ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται 192; Mosch. 4, 76; μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Theogn. 1195. – Adv. ἐπιόρκως. mit Eidbruch, Hdn. 6, 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίορκος: -ον, ἐπὶ ὅρκου ὃν ὡρκίσθη τις ψευδῶς. εἰ δέ τι τῶν δ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῖεν Ἰλ. Τ. 264· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ἐν τῇ φράσει ἐπίορκον ὀμόσαι, ὀμόσαι ψευδῆ ὅρκον, Ἰλ. Γ. 279, Τ. 260, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280, Θέογν. 432· ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσε Ἀριστοφ. Βάτρ. 150· καὶ οὕτως, ἐπ. ἐπομνύναι (ἴδε ἐν λ. ἐπόμνυμι)· ἀλλ. ἐν Ἰλ. Κ. 332, καί ρ’ ἐπίορκον ἐπώμοσε, ὤμοσεν ὅρκον ἀνωφελῆ, μάταιον, ὃν δηλ. αὐτὸς μὲν ἤθελε νὰ ἐκτελέσῃ, ἀλλ. οἱ θεοὶ ἄλλως ἠθέλησαν. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 802, Εὐρ. Ἡλ. 1355, Ἀριστοφ. Νεφ. 399, κ. ἀλλ.· ὑπερθ. ἐπιορκότατος, Ἀντιφῶν 147. 11. - Ἐπίρρ. -κως, Ἡρῳδιαν. 6. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui fait un faux serment, parjure;
II. en parl. du serment lui-même;
1 qui est un faux serment : ἐπίορκον ὀμνύναι IL prononcer un faux serment;
2 qui ne doit pas être ratifié : ἐπίορκον ἐπώμοσε IL il prononça un serment que les dieux devaient rendre vain.
Étymologie: ἐπί, ὅρκος.

English (Autenrieth)

falsely sworn, false, Il. 19.264; as subst., ἐπίορκον, false oath, Il. 3.279; vain oath, Il. 10.332.

English (Strong)

from ἐπί and ὅρκος; on oath, i.e. (falsely) a forswearer: perjured person.

English (Thayer)

ἐπιορκον (from ἐπί (which see D. 7) against, and ὅρκος); (masculine as a substantive) a false swearer, a perjurer: Homer down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίορκος, -ον)
αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)
αρχ.
1. αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῑεν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ. στη φράση) «ἐπίορκον ὄμνυμι» — δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψευδώς.
επίρρ...
ἐπιόρκως
με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω της ευρείας διαδόσεως του ρ. επιορκώ υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, αλλά σπανιότερο) επίορκος δεν είναι το αρχικό, αλλά είναι υποχωρητικός (από το ρήμα) σχηματισμός. Επομένως, επίορκος < επιορκώ < επί + όρκος (πρβλ. επιθυμώ - θυμός, επιχειρώ - χειρ). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το επιορκώ) αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία του επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «προσθέτω επί πλέον έναν όρκο». Σύμφωνα, τέλος, με άλλη υπόθεση, επίορκος είναι ο επί όρκῳ < βας > με βάση το χωρίο του Αρχιλόχου «εφορκίοις έβη»].

Greek Monotonic

ἐπίορκος: -ον, I. αυτός που έχει ορκιστεί ψευδώς, λέγεται για όρκους, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., ἐπίορκον ὀμνύναι, το να παίρνει κάποιος ψευδή όρκο, να ορκίζεται κάποιος ψευδώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· αλλά επίσης, ἐπ. ἐπώμοσε, έδωσε ανωφελή όρκο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, επίορκος, ψευδομάρτυρας, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίορκος:
1) (о клятве) ложный (ὅρκος Arph.);
2) дающий ложную клятву (δικαστής Plut.).
II ὁ клятвопреступник Hes., Arph., Xen.

Frisk Etymological English

-ον Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: As the verb ἐπιορκέω braek an oath is frwquent, it is obvious, to consider with Strömberg Prefix Studies 86ff. much rarer ἐπίορκος braeking the oath as a backformation from the verb. ἐπιορκέω comes directly from ὅρκος with ἐπι- like ἐπιθυμέω from θυμός, ἐπιχειρέω from χείρ etc.; ἐπιορκέω then is prop. acte against the oeath (opposie εὑορκέω keep the oath from εὔορκος [since Hes.]); on the maintenance of the -ι- Fraenkel Nom. ag. 1, 237. - Diff. Leumann Hom. Wörter 79ff. (with discussion): the expression ἐπίορκον ὀμόσσαι perjure oneself (from where ἐπιορκέω) would be due to a false analysis of ep. ἐπὶ ὅρκον ὀμόσσαι make an oathe on it; against this view W. Luther Weltansicht und Geistesleben (Göttingen 1954) 86ff. with another explanation; s. alsi Fraenkel Gnomon 23, 373 and Bolling AmJPh 76, 306ff., who with Schwyzer IF 45, 255 start from () ἐπὶ ὅρκῳ (βάς). Leumann 88 too is inclined to see ἐπίορκος as a backformation from ἐπιορκέω.
See also: s. ὅρκος

Middle Liddell

ἐπί-ορκος, ον
I. sworn falsely, of oaths, Il.: as Subst., ἐπίορκον ὀμνύναι to take a false oath, swear falsely, Il., Hes.: but also, ἐπ. ἐπώμοσε he swore a bootless oath, Il.
II. of persons, forsworn, perjured, Hes., Eur., etc.