ήχος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(16)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ηχός και [[αχός]], ο (AM [[ἦχος]])<br /><b>1.</b> το [[αίτιο]] που με τον ερεθισμό του αισθητηρίου της ακοής προκαλεί το αντίστοιχο [[αίσθημα]] στη [[συνείδηση]], [[καθετί]] που γίνεται αντιληπτό με την [[ακοή]], [[κρότος]], [[θόρυβος]], βοή, [[θρόισμα]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> ο «[[σκοπός]]», η [[μελωδία]] του τραγουδιού ή του μουσικού οργάνου, το ευχάριστο [[αίσθημα]] που προκαλεί το [[τραγούδι]] ή το όργανο (α. «σάλπιγγος ἤχῳ», ΚΔ<br />β. «[[ἦχος]] αὐλοῡ», Μόσχ.<br />γ. «άλλαξες και συ, [[φλογέρα]] μου, τον ήχο», Κρυστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> το [[αποτέλεσμα]] της δόνησης τών σωματιδίων ενός υλικού μέσου, με [[συχνότητα]] από 16 [[μέχρι]] 20.000 Hz, που διαδίδεται διά τών στερεών, τών υγρών και τών αερίων υπό [[μορφή]] ελαστικών κυμάτων και που [[είναι]] ικανό να προκαλέσει στον άνθρωπο [[ακουστικό]] [[αίσθημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ. &GT; όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι [[οκτώ]] μουσικοί τρόποι της βυζαντινής μελοποιίας, που [[καθένας]] τους διέπεται από συγκεκριμένα μουσικά στοιχεία («[[ήχος]] [[πλάγιος]] του δευτέρου»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />ηχώ, [[αντίλαλος]], [[αντήχηση]] («όλους εξυπνούσε τους ηχούς το [[τραγούδι]] ερωτεμένο», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο συγκεχυμένος [[βόμβος]] [[μέσα]] στ' αφτιά που αισθάνονται οι ασθενείς<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[πνοή]], το [[είδος]] της δασείας ή λεπτής πνοής που εξέρχεται από το [[στόμα]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]] ορισμένων συμφώνων («ἦχοι ὁ μὲν [[δασύς]], ὀ δὲ [[ψιλός]]», Δημήτρ. Φαλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηχείο]], [[ηχήεις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηχέεις]], [[ηχικός]], [[ηχώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηχερός]], [[ηχηρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>μσν.</b> [[ηχόπους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηχαγωγός]], [[ηχοβολίδα]], [[ηχοβολώ]], [[ηχογόνος]], [[ηχογράφηση]], [[ηχογραφώ]], [[ηχοκινησία]], [[ηχολαλία]], [[ηχολήπτης]], [[ηχοληψία]], [[ηχολογώ]], <i>ηχολόί</i>, [[ηχομετρία]], [[ηχόμετρο]], [[ηχομόνωση]], [[ηχομονωτικός]], <i>ηχοπονώ</i>, <i>ηχορύπανση</i>. (Β' συνθετικό) [[άηχος]], [[βαρύηχος]], [[εύηχος]], [[κακόηχος]], [[ομόηχος]], [[οξύηχος]], [[πολύηχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άντηχος]], [[δύσηχος]], <i>έυηχος</i>, [[έξηχος]], [[μεγαλόηχος]], [[φιλεύηχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργυρόηχος]], [[γλυκόηχος]], [[γλυκύηχος]], [[μυριόηχος]], [[οκτώηχος]], [[τετράηχος]], [[χαλκόηχος]]].
|mltxt=και ηχός και [[αχός]], ο (AM [[ἦχος]])<br /><b>1.</b> το [[αίτιο]] που με τον ερεθισμό του αισθητηρίου της ακοής προκαλεί το αντίστοιχο [[αίσθημα]] στη [[συνείδηση]], [[καθετί]] που γίνεται αντιληπτό με την [[ακοή]], [[κρότος]], [[θόρυβος]], βοή, [[θρόισμα]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> ο «[[σκοπός]]», η [[μελωδία]] του τραγουδιού ή του μουσικού οργάνου, το ευχάριστο [[αίσθημα]] που προκαλεί το [[τραγούδι]] ή το όργανο (α. «σάλπιγγος ἤχῳ», ΚΔ<br />β. «[[ἦχος]] αὐλοῡ», Μόσχ.<br />γ. «άλλαξες και συ, [[φλογέρα]] μου, τον ήχο», Κρυστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> το [[αποτέλεσμα]] της δόνησης τών σωματιδίων ενός υλικού μέσου, με [[συχνότητα]] από 16 [[μέχρι]] 20.000 Hz, που διαδίδεται διά τών στερεών, τών υγρών και τών αερίων υπό [[μορφή]] ελαστικών κυμάτων και που [[είναι]] ικανό να προκαλέσει στον άνθρωπο [[ακουστικό]] [[αίσθημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ. > όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι [[οκτώ]] μουσικοί τρόποι της βυζαντινής μελοποιίας, που [[καθένας]] τους διέπεται από συγκεκριμένα μουσικά στοιχεία («[[ήχος]] [[πλάγιος]] του δευτέρου»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />ηχώ, [[αντίλαλος]], [[αντήχηση]] («όλους εξυπνούσε τους ηχούς το [[τραγούδι]] ερωτεμένο», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο συγκεχυμένος [[βόμβος]] [[μέσα]] στ' αφτιά που αισθάνονται οι ασθενείς<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[πνοή]], το [[είδος]] της δασείας ή λεπτής πνοής που εξέρχεται από το [[στόμα]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]] ορισμένων συμφώνων («ἦχοι ὁ μὲν [[δασύς]], ὀ δὲ [[ψιλός]]», Δημήτρ. Φαλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηχείο]], [[ηχήεις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηχέεις]], [[ηχικός]], [[ηχώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηχερός]], [[ηχηρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>μσν.</b> [[ηχόπους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηχαγωγός]], [[ηχοβολίδα]], [[ηχοβολώ]], [[ηχογόνος]], [[ηχογράφηση]], [[ηχογραφώ]], [[ηχοκινησία]], [[ηχολαλία]], [[ηχολήπτης]], [[ηχοληψία]], [[ηχολογώ]], <i>ηχολόί</i>, [[ηχομετρία]], [[ηχόμετρο]], [[ηχομόνωση]], [[ηχομονωτικός]], <i>ηχοπονώ</i>, <i>ηχορύπανση</i>. (Β' συνθετικό) [[άηχος]], [[βαρύηχος]], [[εύηχος]], [[κακόηχος]], [[ομόηχος]], [[οξύηχος]], [[πολύηχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άντηχος]], [[δύσηχος]], <i>έυηχος</i>, [[έξηχος]], [[μεγαλόηχος]], [[φιλεύηχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργυρόηχος]], [[γλυκόηχος]], [[γλυκύηχος]], [[μυριόηχος]], [[οκτώηχος]], [[τετράηχος]], [[χαλκόηχος]]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

και ηχός και αχός, ο (AM ἦχος)
1. το αίτιο που με τον ερεθισμό του αισθητηρίου της ακοής προκαλεί το αντίστοιχο αίσθημα στη συνείδηση, καθετί που γίνεται αντιληπτό με την ακοή, κρότος, θόρυβος, βοή, θρόισμα κ.λπ.
2. ο «σκοπός», η μελωδία του τραγουδιού ή του μουσικού οργάνου, το ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί το τραγούδι ή το όργανο (α. «σάλπιγγος ἤχῳ», ΚΔ
β. «ἦχος αὐλοῡ», Μόσχ.
γ. «άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο», Κρυστ.)
νεοελλ.
φυσ. το αποτέλεσμα της δόνησης τών σωματιδίων ενός υλικού μέσου, με συχνότητα από 16 μέχρι 20.000 Hz, που διαδίδεται διά τών στερεών, τών υγρών και τών αερίων υπό μορφή ελαστικών κυμάτων και που είναι ικανό να προκαλέσει στον άνθρωπο ακουστικό αίσθημα
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ. > όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι οκτώ μουσικοί τρόποι της βυζαντινής μελοποιίας, που καθένας τους διέπεται από συγκεκριμένα μουσικά στοιχεία («ήχος πλάγιος του δευτέρου»)
νεοελλ.-αρχ.
ηχώ, αντίλαλος, αντήχηση («όλους εξυπνούσε τους ηχούς το τραγούδι ερωτεμένο», Σολωμ.)
αρχ.
1. ο συγκεχυμένος βόμβος μέσα στ' αφτιά που αισθάνονται οι ασθενείς
2. γραμμ. πνοή, το είδος της δασείας ή λεπτής πνοής που εξέρχεται από το στόμα κατά την εκφώνηση ορισμένων συμφώνων («ἦχοι ὁ μὲν δασύς, ὀ δὲ ψιλός», Δημήτρ. Φαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχή.
ΠΑΡ. ηχείο, ηχήεις
αρχ.
ηχέεις, ηχικός, ηχώδης
νεοελλ.
ηχερός, ηχηρός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μσν. ηχόπους
νεοελλ.
ηχαγωγός, ηχοβολίδα, ηχοβολώ, ηχογόνος, ηχογράφηση, ηχογραφώ, ηχοκινησία, ηχολαλία, ηχολήπτης, ηχοληψία, ηχολογώ, ηχολόί, ηχομετρία, ηχόμετρο, ηχομόνωση, ηχομονωτικός, ηχοπονώ, ηχορύπανση. (Β' συνθετικό) άηχος, βαρύηχος, εύηχος, κακόηχος, ομόηχος, οξύηχος, πολύηχος
αρχ.
άντηχος, δύσηχος, έυηχος, έξηχος, μεγαλόηχος, φιλεύηχος
νεοελλ.
αργυρόηχος, γλυκόηχος, γλυκύηχος, μυριόηχος, οκτώηχος, τετράηχος, χαλκόηχος].