проходить: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
(6)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ὑπερπίπτω]], [[ἐκπεράω]], [[ὁδεύω]], [[προελαύνω]], [[διανύω]], [[διανύτω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[στείχω]], [[πρόειμι]], [[προχωρέω]], [[μετοίχομαι]], [[διέρχομαι]], [[φθίνω]], [[φθίω]], [[ἀμφιπολέω]], [[περιοδεύω]], [[ἀμφιβαίνω]], [[διαβάλλω]], [[περάω]], [[διεκβάλλω]], [[ἐπιπάρειμι]], [[παραφέρω]], [[παρφέρω]], [[ἐπέρχομαι]], [[ἐξήκω]], [[ἐπιστείχω]], [[διέρπω]], [[παρήκω]], [[διοιχνέω]], [[διοίχομαι]], [[διαπεράω]], [[παρεξέρχομαι]], [[διοδεύω]], [[διαστείβω]], [[ἐπινίσσομαι]], [[διεξοδεύω]], [[διήκω]], [[παρέρχομαι]], [[παροδεύω]], [[ἀναστείβω]], [[καταβλώσκω]], [[ὁδοιπορέω]], [[προσεμβάλλω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[περιτρέπω]], [[ἀπέρχομαι]], [[παροίχομαι]], [[περιέρχομαι]], [[ὀρειβατέω]]
|rueltext=[[διαπράσσω]], [[ἔρχομαι]], [[διαλλάσσω]], [[διαίρω]], [[πορεύω]], [[ἐπέρχομαι]], [[θέω]], [[ἀνύω]], [[παραφέρω]], [[ἐπιλαμβάνω]], [[προέρχομαι]], [[ἄπειμι]], [[ὑπερπίπτω]], [[ἐκπεράω]], [[ὁδεύω]], [[προελαύνω]], [[διανύω]], [[διανύτω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[στείχω]], [[πρόειμι]], [[προχωρέω]], [[μετοίχομαι]], [[διέρχομαι]], [[φθίνω]], [[φθίω]], [[ἀμφιπολέω]], [[περιοδεύω]], [[ἀμφιβαίνω]], [[διαβάλλω]], [[περάω]], [[διεκβάλλω]], [[ἐπιπάρειμι]], [[παρφέρω]], [[ἐξήκω]], [[ἐπιστείχω]], [[διέρπω]], [[παρήκω]], [[διοιχνέω]], [[διοίχομαι]], [[διαπεράω]], [[παρεξέρχομαι]], [[διοδεύω]], [[διαστείβω]], [[ἐπινίσσομαι]], [[διεξοδεύω]], [[διήκω]], [[παρέρχομαι]], [[παροδεύω]], [[ἀναστείβω]], [[καταβλώσκω]], [[ὁδοιπορέω]], [[προσεμβάλλω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[περιτρέπω]], [[ἀπέρχομαι]], [[παροίχομαι]], [[περιέρχομαι]], [[ὀρειβατέω]], [[παράγω]], [[ἐξέρχομαι]], [[ἔπειμι]], [[παραλλάσσω]], [[ἀμείβω]], [[μετακιάθω]], [[βιβάω]], [[ἐποίχομαι]], [[ἐξαμείβω]], [[μετρέω]], [[διεξέρχομαι]], [[ἐγγίγνομαι]], [[παραμείβω]], [[διαγίγνομαι]], [[τέμνω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 15 October 2019

Russian > Greek

διαπράσσω, ἔρχομαι, διαλλάσσω, διαίρω, πορεύω, ἐπέρχομαι, θέω, ἀνύω, παραφέρω, ἐπιλαμβάνω, προέρχομαι, ἄπειμι, ὑπερπίπτω, ἐκπεράω, ὁδεύω, προελαύνω, διανύω, διανύτω, ἐπιπορεύομαι, στείχω, πρόειμι, προχωρέω, μετοίχομαι, διέρχομαι, φθίνω, φθίω, ἀμφιπολέω, περιοδεύω, ἀμφιβαίνω, διαβάλλω, περάω, διεκβάλλω, ἐπιπάρειμι, παρφέρω, ἐξήκω, ἐπιστείχω, διέρπω, παρήκω, διοιχνέω, διοίχομαι, διαπεράω, παρεξέρχομαι, διοδεύω, διαστείβω, ἐπινίσσομαι, διεξοδεύω, διήκω, παρέρχομαι, παροδεύω, ἀναστείβω, καταβλώσκω, ὁδοιπορέω, προσεμβάλλω, ἐφέπω, ἐπέπω, κατανύω, κατανύτω, περιτρέπω, ἀπέρχομαι, παροίχομαι, περιέρχομαι, ὀρειβατέω, παράγω, ἐξέρχομαι, ἔπειμι, παραλλάσσω, ἀμείβω, μετακιάθω, βιβάω, ἐποίχομαι, ἐξαμείβω, μετρέω, διεξέρχομαι, ἐγγίγνομαι, παραμείβω, διαγίγνομαι, τέμνω