ἐπίσταθμος: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistathmos | |Transliteration C=epistathmos | ||
|Beta Code=e)pi/staqmos | |Beta Code=e)pi/staqmos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[quartered]] <b class="b2">on another</b>, PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται <span class="title">SIG</span>880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as Subst., <b class="b3">ἐπίσταθμα, τά</b>, [[quarters]], <span class="bibl">Poll.4.173</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. as Subst., <b class="b3">ἐπίσταθμος, ὁ</b>, | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[quartered]] <b class="b2">on another</b>, PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται <span class="title">SIG</span>880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as Subst., <b class="b3">ἐπίσταθμα, τά</b>, [[quarters]], <span class="bibl">Poll.4.173</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. as Subst., <b class="b3">ἐπίσταθμος, ὁ</b>, [[quartermaster]], [[satrap]], <span class="bibl">Isoc.4.120</span>; <b class="b3">ἐ. Καρίας</b> ib.162, cf. <span class="title">AB</span>253. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span>. <b class="b2">image placed at a door</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>26</span>, dub. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2146.9</span> (iii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. = [[συμποσίαρχος]], Plu.2.612c.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:30, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A quartered on another, PPetr.3p.41 (iii B.C.); στρατιῶται SIG880.61 (Pizus, iii A.D.): neut. pl. as Subst., ἐπίσταθμα, τά, quarters, Poll.4.173. II. as Subst., ἐπίσταθμος, ὁ, quartermaster, satrap, Isoc.4.120; ἐ. Καρίας ib.162, cf. AB253. b. image placed at a door, Call.Epigr.26, dub. in POxy.2146.9 (iii A.D.). 2. = συμποσίαρχος, Plu.2.612c.
German (Pape)
[Seite 982] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – ἥρως ἐπίσταθμος ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσταθμος: -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων παρά τινι, ἕκαστος τῶν σταθμούχων τὸν ἴδιον ἐπίσταθμον εὖ μάλα μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» Πολυδ. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐπίσταθμος, ὁ, διοικητής, σατράπης, καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας ἐπίσταθμος ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς εἶναι· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = συμποσίαρχος, Πλούτ. 2. 612C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui séjourne ; ὁ ἐπίσταθμος :
1 officier chargé de faire préparer des logements;
2 gouverneur ; p. anal. ἐπίσταθμος συμποσίου PLUT président d’un festin.
Étymologie: ἐπί, ἵστημι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίσταθμος, -ον) σταθμός
αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος
ο επιμελητής της επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία
αρχ.
1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού
2. ο υπεύθυνος του συμποσίου
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσταθμος
επόπτης της διοίκησης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσταθμα
πρόσθετα σταθμά.
Greek Monotonic
ἐπίσταθμος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην πόρτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσταθμος: II ὁ правитель, наместник (Καρίας Isocr.): ἐ. συμποσίου (= συμποσίαρχος) Plut. председатель пира.
находящийся у дверей, стоящий на пороге (ἐπὶ προθύρῳ Anth.).
Middle Liddell
ἐπί-σταθμος, ον
at the door, Anth.