θεατρώνης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(16) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theatronis | |Transliteration C=theatronis | ||
|Beta Code=qeatrw/nhs | |Beta Code=qeatrw/nhs | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[lessee of a theatre]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>30.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:35, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lessee of a theatre, Thphr.Char.30.6.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, = θεατροπώλης; in Athen bekam er das Eintrittsgeld, θεωρικόν, u. mußte dafür das Theater im baulichen Zustande erhalten, auch eine Pacht an den Staat zahlen, Theophr. Char. 11.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτρώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς θεάτρου καὶ ἐπιμελητὴς αὐτοῦ ἐν Ἀθήναις, ὅστις ἐλάμβανεν ὡς δικαίωμα εἰσόδου τὸ θεωρικόν, ἀνθ’ οὗ ἐπλήρωνεν ἐνοίκιον εἰς τὴν πολιτείαν καὶ διετήρει τὸ θέατρον ἐν καλῇ καταστάσει, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 11. 3, Böckh P. E. 1. 294· πρβλ. ἀρχιτέκτων ΙΙ.
Greek Monolingual
ο (Α θεατρώνης)
νεοελλ.
θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου
αρχ.
(στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν» και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο στην πολιτεία και διατηρούσε το θέατρο σε καλή κατάσταση, ο ενοικιαστής και υπεύθυνος επιμελητής του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. βο-ώνης, τελ-ώνης, χρυσ-ώνης)].