ἕλωρ: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elor | |Transliteration C=elor | ||
|Beta Code=e(/lwr | |Beta Code=e(/lwr | ||
|Definition=τό, Ep. word (twice in Trag., v. infr.), only nom. and acc. sg. and pl.: (ἑλεῖν):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[spoil]], [[prey]], in sg., of unburied corpses, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι <span class="bibl">Il.5.488</span>, cf. <span class="bibl">17.151</span>; μὴ θήρεσσιν ἕ. κ. κ. γένωμαι <span class="bibl">Od.5.473</span>, cf. <span class="bibl">3.271</span>, <span class="bibl">A.R.1.1251</span>; of valuables, μή . . ἕ. ἄλλοισι γένηται <span class="bibl">Od.13.208</span>; <b class="b3">κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>830</span>: pl., κυσὶν δ' ἕλωρα . . πέλειν <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>800</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in pl. also, <b class="b3">Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα . . ἀποτείσῃ</b> may pay | |Definition=τό, Ep. word (twice in Trag., v. infr.), only nom. and acc. sg. and pl.: (ἑλεῖν):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[spoil]], [[prey]], in sg., of unburied corpses, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι <span class="bibl">Il.5.488</span>, cf. <span class="bibl">17.151</span>; μὴ θήρεσσιν ἕ. κ. κ. γένωμαι <span class="bibl">Od.5.473</span>, cf. <span class="bibl">3.271</span>, <span class="bibl">A.R.1.1251</span>; of valuables, μή . . ἕ. ἄλλοισι γένηται <span class="bibl">Od.13.208</span>; <b class="b3">κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>830</span>: pl., κυσὶν δ' ἕλωρα . . πέλειν <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>800</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in pl. also, <b class="b3">Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα . . ἀποτείσῃ</b> may pay [[penalty for the slaughter]] of P., <span class="bibl">Il.18.93</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:32, 1 July 2020
English (LSJ)
τό, Ep. word (twice in Trag., v. infr.), only nom. and acc. sg. and pl.: (ἑλεῖν):—
A spoil, prey, in sg., of unburied corpses, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι Il.5.488, cf. 17.151; μὴ θήρεσσιν ἕ. κ. κ. γένωμαι Od.5.473, cf. 3.271, A.R.1.1251; of valuables, μή . . ἕ. ἄλλοισι γένηται Od.13.208; κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ. S.Aj.830: pl., κυσὶν δ' ἕλωρα . . πέλειν A.Supp.800 (lyr.). II in pl. also, Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα . . ἀποτείσῃ may pay penalty for the slaughter of P., Il.18.93.
German (Pape)
[Seite 803] ωρος, τό (ἑλεῖν), Raub, Beute, Fang; bes. von den Leichnamen, die unbestattet als Fraß für Thiere liegen bleiben; vgl. über den Hvmerischen Gebrauch des Wortes Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 103; ἀνδράσι δυσμενέεσσιν, οἰωνοῖσιν, θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι, Il. 5, 488 Od. 3, 271. 5, 473; Aesch. κυσὶν δ' ἔπειθ' ἕλωρα οὐκ ἀναίνομαι πέλειν Suppl. 781; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ Soph. Ai. 817; An. Rh. 1, 1251; Orph. Arg. 671; – von Sachen, Od. 13, 208; – Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν Il. 18, 93, Hektor soll Buße dafür zahlen, daß Patroklos ihm zum Raube geworden ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλωρ: τό, Ἐπ. λέξις (ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ.) ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. ἑν. καὶ πληθ. (ἑλεῖν): ἄγρα, λεία, λάφυρον, σπάραγμα, ἕλκυσμα, τὸ ἑνικὸν ἐπὶ ἀτάφων πτωμάτων, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι Ἰλ. Ε. 488, πρβλ. Ρ. 151· μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι Ὀδ. Ε. 473, πρβλ. Γ. 271· ἐπὶ πολυτίμων πραγμάτων, μὴ … ἕλωρ ἄλλοισι γένηται Ν. 208· οὕτω, κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ’ ἕλωρ Σοφ. Αἴ 830· ἐν τῷ πληθ., κυσὶ δ’ ἕλωρα … πέλειν Αἰσχύλ. Ἱκ. 800. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, Πατρόκοιο δ’ ἕλωρα … ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν ὑπὲρ τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 93.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg. et plur.
1 d’ord. au sg. proie, particul. corps devenant la proie de l’ennemi, des oiseaux de proie, etc.
2 τὰ ἕλωρα représailles, vengeance.
Étymologie: pour *Ϝέλωρ ; cf. ἑλεῖν.
English (Autenrieth)
(ϝελεῖν): prey, spoil, of wild beasts, birds, enemies; pl., Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν, pay the penalty ‘for taking and slaying’ (ἑλεῖν) Patroclus, Il. 18.93.
Spanish (DGE)
τό
• Morfología: [sólo nom. sg. y nom. plu. ἕλωρα]
presa, despojo, expolio, botín ref. cadáveres insepultos μή μιν Ἀχαιοὶ ... ἕ. δηίοισι λίποιεν Il.17.667, cf. 5.684, A.R.4.403, κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ. S.Ai.830, cf. A.R.1.1251, Orph.A.673, Q.S.14.285, Gr.Naz.M.37.1348A, frec. en la constr. ἕ. καὶ κύρμα: ὡς ... ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γένησθε Il.5.489, cf. 17.151, Dionysius 19ue.24, οἰωνοῖσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι Od.3.271, cf. 5.473, Ps.Phoc.185, Man.3.260, plu. mismo sent. αἴ κε μὴ ... Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα ... ἀποτείσῃ si no paga por haber hecho expolio de Patroclo, Il.18.93, κυσὶν ... ἕλωρα ... οὐκ ἀναίνομαι πέλειν A.Supp.800
•ref. objetos de valor μή πώς μοι ἕ. ἄλλοισι γένηται Od.13.208, ἕ. ἔσῃ ἀνθρώποισιν ἐρασταῖς de Troya Orac.Sib.3.413
•fig. ἀνὴρ οἷος ... κεῖται ἕ. Ἀίδῃ AP 7.439 (Theodorid.), cf. Procl.H.7.41.
Greek Monolingual
ἕλωρ, το (Α)
1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία
2. στον πληθ. φόνος, θάνατος.
Greek Monotonic
ἕλωρ: τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. και πληθ. (ἑλεῖν)·
I. λάφυρο, λεία, κέρδος, αρπαγή, βορά, λέγεται για άταφα πτώματα, σε Όμηρ.
II. στον πληθ., Πατρόκλοιο ἔλωρα, τιμωρία για το φόνο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἕλωρ: τό (только nom. и acc. sing. и pl.) добыча, преимущ. труп, бросаемый на съедение Aesch., Soph.: θήρεσσιν ἕ. γενέσθαι Hom. стать добычей зверей; Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν Hom. отплатить за труп (т. е. за убийство) Патрокла.
Frisk Etymological English
See also: s. ἑλεῖν.
Middle Liddell
only in nom. and acc. sg. and pl.]
I. booty, spoil, prey, of unburied corpses, Hom.
II. in pl., Πατρόκλοιο ἕλωρα penalty for the slaughter of Patroclus, Il.
Frisk Etymology German
ἕλωρ: {hélōr}
Forms: ἑλώρια
See also: s. ἑλεῖν.
Page 1,504