προοιμιάζομαι: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prooimiazomai | |Transliteration C=prooimiazomai | ||
|Beta Code=prooimia/zomai | |Beta Code=prooimia/zomai | ||
|Definition=pf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> πεπροοιμίασμαι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>10</span>:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1460a10</span>: pf. <b class="b3">πεφροιμίασμαι</b> in pass. sense (v. infr.):— | |Definition=pf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> πεπροοιμίασμαι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>10</span>:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1460a10</span>: pf. <b class="b3">πεφροιμίασμαι</b> in pass. sense (v. infr.):—[[make a prelude]], [[preamble]], or [[preface]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1354</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span> 4.2.5</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>723c</span>; π. μακρῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1416b33</span>, cf. <span class="bibl">1415b24</span>, Phld. <span class="title">Rh.</span>1.56S., al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> c.acc., <b class="b2">say by way of preface, premise</b>, τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1162</span>; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>179a</span>, cf. Thphr.<span class="title">Char.Praef.</span>4; <b class="b3">τούτους… φροιμιάζομαι θεούς</b> [[begin by invoking]] them, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>20</span>: c.dat.modi, δάκρυσι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>13.173d</span>: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1325b33</span>; <b class="b3">ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ</b> ib.<span class="bibl">1323b37</span>; πεφροιμιάσθω ταῦτα <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span> 1095a12</span>; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>995b5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[begin]], ἐντεῦθεν <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>9.120c</span>: metaph., [[inaugurate]], τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.6.2</span>, cf. <span class="bibl">D.S.36.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:42, 1 July 2020
English (LSJ)
pf.
A πεπροοιμίασμαι Luc.Nigr.10:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην Arist.Po.1460a10: pf. πεφροιμίασμαι in pass. sense (v. infr.):—make a prelude, preamble, or preface, A.Ag.1354, X.Mem. 4.2.5, Pl.Lg.723c; π. μακρῶς Arist.Rh.1416b33, cf. 1415b24, Phld. Rh.1.56S., al. II c.acc., say by way of preface, premise, τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; E.IT1162; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Pl.La.179a, cf. Thphr.Char.Praef.4; τούτους… φροιμιάζομαι θεούς begin by invoking them, A.Eu.20: c.dat.modi, δάκρυσι Them.Or.13.173d: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα Arist.Pol.1325b33; ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ ib.1323b37; πεφροιμιάσθω ταῦτα Id.EN 1095a12; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις Id.Metaph.995b5. 2 begin, ἐντεῦθεν Them.Or.9.120c: metaph., inaugurate, τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ J.BJ2.6.2, cf. D.S.36.2.
German (Pape)
[Seite 737] dep. med., = φροιμιάζομαι, ein Vorspiel, eine Vorrede, einen Anfang machen, bevorworten, einleiten; περὶ οὗ πάλαι τοσαῦτα προοιμιάζομαι, Plat. Lach. 178 b; προοιμιασάμεθα, Legg. IV, 724 a; λέγειν ἀρχόμενος ὧδε προοιμιάσεται, Xen. Mem. 4, 3, 2; Folgde; das perf. πεπροοιμίασται hat Luc. Nigr. 10 in passiver Bdtg.
Greek (Liddell-Scott)
προοιμιάζομαι: μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. φροιμιάζομαι· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω προοίμιον ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., λέγω ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος λέγω, τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… φροιμιάζομαι θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· μετὰ δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· ταῦτα ἔστω πεφροιασμένα αὐτόθι 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., ἐγκαινίζω, τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D.
French (Bailly abrégé)
par contr. att. φροιμιάζομαι;
f. προοιμιάσομαι, ao. sans augm. προοιμιασάμην ou ἐφροιμιασάμην, pf. πεπροοιμίασμαι et πεφροιμίασμαι;
faire un préambule, un exorde ; avec un rég. dire en manière d’exorde ou de préambule, acc. ; θεοὺς φροιμιάζεσθαι ESCHL commencer par invoquer les dieux ; Pass. être composé ou dit en forme de préambule.
Étymologie: προοίμιον.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α προοίμιον
κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω
μσν.-αρχ.
1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.
β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», Ευρ.)
2. προμηνύω, προαναγγέλλω («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)
αρχ.
1. αρχίζω την επίκλησή μου, αρχίζω να επικαλούμαι πρώτα («τούτους... φροιμιάζομαι θεούς», Αισχύλ.)
2. κάνω την αρχή, εγκαινιάζω («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ).
Greek Monotonic
προοιμιάζομαι: Αττ. συνηρ. φροιμιάζομαι· μέλ. -άσομαι, παρακ. πεφροιμίασμαι· αποθ.· κάνω πρόλογο, προοίμιο, εισαγωγή, σε Αισχύλ., Ξεν.
II. με αιτ., λέω με μορφή προλόγου, προτάσσω, αναφέρω εισαγωγικά, φροιμιάζομαι θεούς, ξεκινώ με επίκληση σε αυτούς, σε Αισχύλ.· τίφροιμιάζῃ; σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, περφροιμιάσθω τοσαῦτα, άφησε τόσα πολλά να ειπωθούν εισαγωγικά, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προοιμιάζομαι, spec. trag. en later ook φροιμιάζομαι [προοίμιον] aor. med. προοιμιασάμην, ἐπροοιμιασάμην en ptc. φροιμιασάμενος; aor. pass. (ἐ)προοιμιάσθην; perf. med.-pass. πεπροοιμίασμαι en πεφροιμίασμαι een inleiding houden, een voorspel spelen:; φροιμιάζονται γὰρ ὡς τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες de ouverture die ze spelen is als het ware een aanduiding van tirannie Aeschl. Ag. 1354; οἱ δοῦλοι... προοιμιάζονται slaven (komen niet terzake maar) blijven steken in inleidende woorden Aristot. Rh. 1415b24; onpers. perf. pass..; ὡς εὖ... κατὰ τῶν ῥητόρων νόμον πεπροοιμίασταί σοι wat heb jij mooi volgens de regels van de leraren in de retorica een inleiding gehouden Luc. 8.10; alg. beginnen. als inleiding geven, als eerste noemen: met acc..; τούτους ἐν εὐχαῖς προοιμιάζομαι θεούς ik begin met die goden aan te roepen in mijn gebeden Aeschl. Eum. 20; τί φροιμίαζῃ νεοχμόν; welk onheil leiden je woorden in? Eur. IT 1162; pass.. πεφροιμίασθω ταῦτα laat dat als inleiding dienen Aristot. EN 1095a12.
Russian (Dvoretsky)
προοιμιάζομαι: = προοιμιάζω.
Middle Liddell
attic contr. φροιμιάζομαι fut. άσομαι perf. πεφροιμίασμαι
I. Dep.:— to make a prelude, preamble or preface, Aesch., Xen.
II. c. acc. to say by way of preface, premise, φροιμιάζομαι θεούς begin by invoking them, Aesch.; τί φροιμιάζει; Eur.:—perf. in pass. sense, πεφροιμιάσθω τοσαῦτα let so much be said by way of preface, Arist. [from προοίμιον