ἀμπλακεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].] [pres. in use is ἀμπλακίσκῶ [[ἁμαρτάνω]]<br /><b class="num">I.</b> c. gen. to [[come]] [[short]] of, Pind., Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[lose]], be [[bereft]] of, παιδός Soph.; ἀλόχου Eur.<br /><b class="num">II.</b> absol. to sin, err, do [[wrong]], Eur., etc.; ὡς τάδ' [[ἤμπλακον]] [[when]] I committed these sins, Aesch.
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].] [pres. in use is ἀμπλακίσκῶ [[ἁμαρτάνω]]<br /><b class="num">I.</b> c. gen. to [[come]] [[short]] of, Pind., Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[lose]], be [[bereft]] of, παιδός Soph.; ἀλόχου Eur.<br /><b class="num">II.</b> absol. to sin, err, do [[wrong]], Eur., etc.; ὡς τάδ' [[ἤμπλακον]] [[when]] I committed these sins, Aesch.
}}
{{WoodhouseVerbsReversed
|woodvr=[[lose]], [[sin]], [[do wrong]], [[fail in attaining]], [[fail in hitting]], [[fail in]], [[not succeed in]], [[be at fault]] (see also: [[ἀμπλακίσκω]])
}}
}}

Revision as of 07:25, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπλᾰκεῖν Medium diacritics: ἀμπλακεῖν Low diacritics: αμπλακείν Capitals: ΑΜΠΛΑΚΕΙΝ
Transliteration A: amplakeîn Transliteration B: amplakein Transliteration C: amplakein Beta Code: a)mplakei=n

English (LSJ)

inf. of aor. ἤμπλακον (

   A ἤμβλακον Archil.73, Ibyc.24), part. ἀμπλ- and ἀπλ-ακών (v. infr.): pf. Pass. ἠμπλάκημαι A.Supp. 916:—pres. only later ἀμπλακίσκω, Dor. ἀμβλακίσκω Theag. ap. Stob.3.1.117: Dor. impf. ἀμβλάκισκον Phint. ap. eund.4.23.61 (ἀμβλακεύω is v.l. for βλακεύω in Hp.Art.17; cf. βλάξ):    I c. gen., miss, fail or come short of, ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pi.O.8.67, cf. S.Ant. 554,1234.    2 lose, be bereft of, εἰ τοῦδ' ἤμπλακον (sc. παιδός) ib. 910; νόστου Simon.119; ἀρίστης ἀπλακὼν ἀλόχου E.Alc.242; λέκτρων ἀπλακών Id.IA124.    II abs., do amiss, sin, err, παρ θεοῖς Ibyc. 24, cf. Archil.73, E.Hipp.892, Andr.948, etc.: c. neut. pron., ὡς τάδ' ἤμπλακον when I committed these sins, A.Ag.1212:—Pass., τί δ' ἠμπλάκηται τῶνδέ μοι; Id.Supp.916.—Not in Hom. ἀμπλᾰκ-ημα, τό, error, fault, A.Pr.112,388, S.Ant.51, etc.—Poet. and late Prose, Plu. 2.226e, Thd.Da.6.4:—metri gr., ἀπλάκημα A.Eu.934.

German (Pape)

[Seite 129] aor. II. zu ἀμπλακίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπλᾰκεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἤμπλακον (Ἀρχίλ. 68 ἤμβλακον), μετοχ. ἀμπαλακών: ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἔχομεν πρκμ. ἠμπλάκηκα (ἴδε ἐμπολάω ἐν τέλ.)· παθ. ἠμπλάκημαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 916: - ὁ μόνος ἐν χρήσει ἐνεστ. είναι ἀμπλακίσκω, Δωρ. ἀμβλακίσκω Θεαγ. παρὰ Στοβ. 9. 15., 10. 15): Δωρ. παρατατ. ἀμβλάκισκον Φίντυς αὐτόθι 444. 36. (Πιθ. συγγενὲς τῶ πλάζω, τοῦ α θεωρουμένου ὡς εὐφων. καὶ τοῦ μ ὡς παρεμβληθέντος καθάπερ ἐν τῷ ἄμβροτος· ἴδε καταπλακών). [Ὅταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ τὴν πρώτην συλλαβὴν βραχεῖαν, γράφεται ἀπλ-: καὶ δὴ ὁ Πόρσων καὶ ὁ Ἐλμσλ. φρονοῦσιν ὅτι οὗτος εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος ἀπανταχοῦ (εἰς Εὐρ. Μήδ. 115)· κατὰ τῆς γνώμης ταύτης ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 3, σ. 146· πρβλ καὶ Ἐλλένδου Λεξ. Σοφ.]. Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει ἀκριβῶς ἐν οἵᾳ καὶ τὸ ἁμαρτάνω, οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ., (ὅστις ἀντ’ αὐτοῦ μεταχειρίζεται ἀβροτάζω, ἤμβροτον): Ι. μετὰ γεν., ἀποτυγχάνω, δὲν κατορθώνω τι, ὑπολείπομαι, ἀνορέας οὐκ ἀμπλακὼν Πινδ. Ο. 8. 89, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 554, 1234. 2) χάνω τι, στεροῦμαί τινος, εἰ τοῦδ’ ἤμπλακον (ἐνν. παιδὸς) Σοφ. Ἀντ. 910· ἀρίστης ἀπλακὼν ἀλόχου Εὐρ. Ἄλκ. 241· λέκτρων ἀπλακὼν ὁ αὐτ. Ι. Α. 124. ΙΙ. ἀπολ., ἀποτυγχάνω νὰ πράξω τι, δὲν κατορθώνω, ἁμαρτάνω, πλανῶμαι, πράττω τὸ μὴ ὀρθόν, Ἰβύκ. Ἀποσπ. 51, Εὐρ. Ἱπ. 892, Ἀνδρ. 948, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἀντων., ὡς τάδ’ ἤμπλακον, ὅτε ἔπραξα ταῦτα τὰ ἁμαρτήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1212· ἐντεῦθεν καὶ κατὰ παθ. τί δ’ ἠμπλάκηται τῶν δέ μοι ... ὁ αὐτ. Ἱκ. 916.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἀμπλακίσκω.

Greek Monotonic

ἀμπλᾰκεῖν: ή (χάριν μέτρου) ἀπλᾰκεῖν[ᾰπλ], απαρ. του αορ. βʹ ἤμπλακον, μτχ. ἀμπλακών· από την ίδια ρίζα, έχουμε τον παρακ. ἠμπλάκηκα, Παθ. ἠμπλάκημαι· ο ενεστ. σε χρήση είναι το ἀμπλακίσκω = ἁμαρτάνω.
I. με γεν.,
1. έχω έλλειψη από, σε Πίνδ., Σοφ.
2. χάνω, αποστερούμαι, παιδός, στον ίδ.· ἀλόχου, σε Ευρ.
II. απόλ., αμαρτάνω, παραστρατώ, κάνω λάθος, στον ίδ. κ.λπ.· ὡς τάδ' ἤμπλακον, όταν διέπραξα αυτά τα αμαρτήματα, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀμπλᾰκεῖν: inf. aor. 2 к ἀμπλακίσκω.

Middle Liddell

[Deriv. unknown.] [pres. in use is ἀμπλακίσκῶ ἁμαρτάνω
I. c. gen. to come short of, Pind., Soph.
2. to lose, be bereft of, παιδός Soph.; ἀλόχου Eur.
II. absol. to sin, err, do wrong, Eur., etc.; ὡς τάδ' ἤμπλακον when I committed these sins, Aesch.

Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)

lose, sin, do wrong, fail in attaining, fail in hitting, fail in, not succeed in, be at fault (see also: ἀμπλακίσκω)