θρέπτρα: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=threptra | |Transliteration C=threptra | ||
|Beta Code=qre/ptra | |Beta Code=qre/ptra | ||
|Definition=(A), τά,= <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> θρεπτήριος <span class="bibl">111.2</span>, οὐδὲ τοκεῦσι θ. φίλοις ἀπέδωκε <span class="bibl">Il.4.478</span>, <span class="bibl">17.302</span>; | |Definition=(A), τά,= <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> θρεπτήριος <span class="bibl">111.2</span>, οὐδὲ τοκεῦσι θ. φίλοις ἀπέδωκε <span class="bibl">Il.4.478</span>, <span class="bibl">17.302</span>; [[θρέπτα]] is dub. in <span class="title">Epigr.Gr.</span>442.4 (ii A.D.), <span class="bibl">Q.S.11.89</span>, Hsch.</span><br /><span class="bld">θρέπ-τρα</span> (B), ἡ,= [[θρέπτειρα]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[a nurse]], <span class="title">CIG</span>(add.)<span class="bibl">4300d</span> (Antiphellos).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 8 July 2020
English (LSJ)
(A), τά,=
A θρεπτήριος 111.2, οὐδὲ τοκεῦσι θ. φίλοις ἀπέδωκε Il.4.478, 17.302; θρέπτα is dub. in Epigr.Gr.442.4 (ii A.D.), Q.S.11.89, Hsch.
θρέπ-τρα (B), ἡ,= θρέπτειρα,
A a nurse, CIG(add.)4300d (Antiphellos).
German (Pape)
[Seite 1217] τά, = θρεπτήρια 1 b, Erziehungslohn, Il. 17. 303. 4, 478; Zenodot schrieb ohne ρ, θρέπτα oder θρεπτά, s. Scholl. Aristonic. – Auch sp. D., wie Qu. Sm. 11, 89.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
c. θρεπτήρια.
English (Autenrieth)
(=θρεπτήρια, τρέφω): return for rearing; οὐδὲ τοκεῦσιν θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκεν, ‘nor did he recompense his parents for their tender care’ (since his life was cut short), Il. 4.478 and Il. 17.302.
Greek Monolingual
(I)
θρέπτρα, ἡ (Α)
τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θρεπτήρ αντί θρέπτειρα].
(II)
θρέπτρα, τὰ (Α)
1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους
2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. δίδακτρα, εύρετρα)].
Greek Monotonic
θρέπτρα: τά (τρέφω), οι ανταμοιβές που γίνονται από τα παιδιά προς στους γονείς για τη ανατροφή τους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θρέπτρα: τά долг взрослых детей родителям, отплата за воспитание, т. е. содержание престарелых родителей (τοκεῦσιν θ. ἀποδιδόναι Hom.).
Middle Liddell
θρέπτρα, τά, τρέφω
the returns made by children to their parents for their rearing, Il.