ὑπέρβιος: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypervios | |Transliteration C=ypervios | ||
|Beta Code=u(pe/rbios | |Beta Code=u(pe/rbios | ||
|Definition=ον, (βία) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of overwhelming strength]] or [[might]], Ἡρακλῆς <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).15</span>; | |Definition=ον, (βία) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of overwhelming strength]] or [[might]], Ἡρακλῆς <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).15</span>; [[δαῖμον]], i. e. Apollo, <span class="bibl">B.3.37</span>: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.<span class="title">Oxy.</span>408.28. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[overweening]], [[lawless]], [[wanton]], οἷος κείνου θυμὸς ὑ. <span class="bibl">Il.18.262</span>; ὑ. ὕβριν ἔχοντες <span class="bibl">Od.1.368</span>; ὑ. ἦτορ ἔχοντες <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>119</span>: neut. [[ὑπέρβιον]] as Adv., <span class="bibl">Il.17.19</span>, <span class="bibl">Od.12.379</span>, <span class="bibl">14.92</span>,<span class="bibl">95</span>: regul. Adv. <b class="b3">-βίως</b> Sch.<span class="bibl">A.R.4.1523</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:53, 8 July 2020
English (LSJ)
ον, (βία)
A of overwhelming strength or might, Ἡρακλῆς Pi.O.10(11).15; δαῖμον, i. e. Apollo, B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.Oxy.408.28. II mostly in bad sense, overweening, lawless, wanton, οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.Fr.119: neut. ὑπέρβιον as Adv., Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. -βίως Sch.A.R.4.1523.
German (Pape)
[Seite 1192] übergewaltig, übermächtig; Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermüthig, gewaltthätig, frevelhaft; οἷος ἐκείνου θυμὸς ὑπέρβιος Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβιος: -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, Ἡρακλῆς Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, παράνομος, ἄνομος, βίαιος, ἀκόλαστος, οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - ὡσαύτως οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. ὑπὲρ δύναμιν. πάνυ βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, οἷον ἄγαν βιαίως ἢ ὑπερβαλλόντως τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; adv. • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.
Étymologie: ὑπέρ, βία.
English (Autenrieth)
(βίη): violent, lawless, insolent, wanton; not in bad sense, θῦμός, ‘abrupt,’ Od. 15.212.—Adv., ὑπέρβιον, insolently.
English (Slater)
ὑπέρβιος
1 powerful ὑπέρβιον Ἡρακλέα (O. 10.15) Αὐγέαν ὑπέρβιον (O. 10.29) ὑπέρβιος ἀνα[(?Herakles) fr. 140a. 54(28).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντί-βιος].
Greek Monotonic
ὑπέρβῐος: -ον (βία),
I. λέγεται για υπερβολική δύναμη ή ισχύ, σε Πίνδ.
II. με αρνητική σημασία, υπερφύαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, παράνομος, ακόλαστος, οργιώδης, σε Όμηρ.· ουδ. ὑπέρβιον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρβιος:
1) необыкновенно могучий, непобедимый (Ἡρακλῆς Pind.);
2) безудержный, неукротимый (θυμὸς Ἀχιλλῆος Hom.);
3) дерзкий, наглый (ὕβρις Hom.).
Middle Liddell
ὑπέρ-βιος, ον, [βία]
I. of overwhelming strength or might, Pind.
II. in bad sense, overweening, lawless, wanton, Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il.