πλαστός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plastos | |Transliteration C=plastos | ||
|Beta Code=plasto/s | |Beta Code=plasto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[formed]], [[moulded]], esp. in clay or wax, γυνή <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>513</span>; τὸ π. ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>219a</span> ; π. ἐκ γαίης <span class="bibl">Antiph. 52.3</span>; <b class="b3">π. εἰκών</b> [[statue]], opp. painting, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[that can easily be moulded]], [[plastic]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>386a27</span> ; [[in a thick paste]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.4.10</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[fabricated]], [[forged]], [[counterfeit]], ἐκ λόγου πλαστοῦ <span class="bibl">Hdt.1.68</span>; <b class="b3">π. βακχεῖαι</b> [[sham]] inspirations, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>218</span> ; π. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.38</span> ; <b class="b3">πλαστὸς πατρί</b> a [[supposititious]] son, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span> 780</span>, cf. <span class="bibl">Sosith.2.4</span>; <b class="b3">π. ἐπιχείρημα</b> [[hypothetical]] case, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.11</span>, cf. <span class="bibl">15</span>. Adv. -[[τῶς]], opp. [[ὄντως]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>216c</span> ; opp. [[ἀληθῶς]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>642d</span> ; opp. [[φύσει]], ib.<span class="bibl">777d</span> ; <b class="b3">π. ὀδυρόμενοι</b> [[feignedly]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.381 S. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> v. [[πλατός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:35, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A formed, moulded, esp. in clay or wax, γυνή Hes. Th.513; τὸ π. ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν Pl.Sph.219a ; π. ἐκ γαίης Antiph. 52.3; π. εἰκών statue, opp. painting, Plu.Ages.2. 2 that can easily be moulded, plastic, Arist.Mete.386a27 ; in a thick paste, Thphr.HP9.4.10. II metaph., fabricated, forged, counterfeit, ἐκ λόγου πλαστοῦ Hdt.1.68; π. βακχεῖαι sham inspirations, E.Ba.218 ; π. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι X.Ages.1.38 ; πλαστὸς πατρί a supposititious son, S.OT 780, cf. Sosith.2.4; π. ἐπιχείρημα hypothetical case, Hermog.Inv.3.11, cf. 15. Adv. -τῶς, opp. ὄντως, Pl.Sph.216c ; opp. ἀληθῶς, Id.Lg.642d ; opp. φύσει, ib.777d ; π. ὀδυρόμενοι feignedly, Phld.Rh.1.381 S. III v. πλατός.
German (Pape)
[Seite 625] gebildet, geformt, bes. aus Thon, Wachs, Hes. Th. 513; übertr., erdichtet, ersonnen, dah. falsch, unächt, π λαστὸς ὡς εἴην πατρί, Soph. O. R. 780; bei Aesch. Eum. 53, ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, erkl. man gew. »dem man nicht nahen darf, unnahbar (πελαστοῖς, Elmsl. vermuthet πλατοὶς)«, Einige, »nicht künstlich Gemachtes. d. i. Natürliches, Wirkliches«; πλασταῖσι βακχείαισιν, Eur. Bacch. 218; u. in Prosa: μὴ πλαστῶς, ἀλλ' ὄντως φιλόσοφος, Plat. Soph. 216 c; Ggstz von ἀληθῶς, Legg. I, 642; Sp., wie Plut. u. Luc. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πλαστός: -ή, -όν, (πλάσσω) ὁ πλασθείς, σχηματισθείς, μάλιστα ἐκ πηλοῦ ἢ κηροῦ, Ἡσ. Θεογ. 513, Πλάτ. Σοφιστ. 219Α, κτλ.· πλ. ἐκ γαίης Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 3· πλ. εἰκὼν ἄγαλμα ἐν ἀντιθέσει πρὸς ζωγραφίαν, Πλουτ. Ἀγησ. 2., 2. 215Α. ΙΙ. μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, ψευδής, ἐκ πλαστοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 68· πλ. βακχεῖαι, πλασταὶ ἐμπνεύσεις, Εὐρ. Βάκχ. 218· πλ. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 1. 38· πλαστὸς πατρί, ὑποβολιμαῖος υἱός, νόθος, Σοφ. Ο. Τ. 780· πλ. ἐπιχείρημα, πραγματεία ἐπὶ πλαστῆς ὑποθέσεως, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 132, πρβλ. 6. 558· ― Ἐπίρρ. πλαστῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄντως, Πλάτ. Σοφιστ. 216C· πρὸς τὸ ἀληθῶς, Νόμ. 642D· πρὸς τὸ φύσει, αὐτόθι 777D. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λ. πλατός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 façonné, modelé (en argile, en cire, etc.);
2 fig. feint, imaginé, controuvé.
Étymologie: adj. verb. de πλάσσω.
English (Strong)
from πλάσσω; moulded, i.e. (by implication) artificial or (figuratively) fictitious (false): feigned.
English (Thayer)
πλαστη, πλαστον (πλάσσω);
1. properly, moulded, formed, as from clay, wax, stone (Hesiod, Plato, Aristotle, Plutarch, others).
2. tropically, feigned: Herodotus 1,68), Euripides, Xenophon, Lucian, others).
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ πλάσσω
1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί
2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση του γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν παρείχοντο», Ξεν.)
3. αυτός που επινοήθηκε από τη φαντασία, ανύπαρκτος, φανταστικός (α. «πλαστή ιστορία» β. «πλαστὸν ἐπιχείρημα», Ερμογ.)
νεοελλ.
1. πλασματικός, τεχνητός, φτιαχτός, φτιαγμένος
2. επίπλαστος, προσποιητός, επιτηδευμένος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί να πλάσει κανείς με ευκολία, εύπλαστος
2. αυτός που έχει πυκνή μάζα
3. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος
4. (για τέκνο) νόθος («καλεῑ παρ' οἴνῳ, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί», Σοφ.)
επίρρ...
πλαστώς / πλαστῶς ΝΜΑ, και πλαστά Ν
1. με τρόπο πλαστό, ψεύτικο («οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ' ὄντως φιλόσοφοι», Πλάτ.)
2. με επίπλαστο τρόπο, προσποιητά («πλαστῶς ὀδυρόμενα», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
πλαστός: -ή, -όν (πλάσσω),
I. πλασμένος, σχηματισμένος από πηλό ή κερί, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μεταφ., κατασκευασμένος, κίβδλος, παραποιημένος, ψευδής, σε Ηρόδ., Ευρ.· πλαστός, νόθος γιος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλαστός: [adj. verb. к πλάσσω
1) вылепленный, лепной (σκεῦος Plat.; εἰκών Plut.);
2) подложный, поддельный (γράμματα Plut.): π. πατρί Soph. не подлинный сын отца, т. е. пасынок;
3) деланный, притворный, мнимый (βακχεῖαι Eur.; φιλία Xen.; λόγοι NT);
4) вымышленный, выдуманный (λόγος Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαστός -ή -όν [πλάττω] gevormd, gemodelleerd; overdr. verzonnen, vals:; ἐκ λόγου πλαστοῦ op grond van een valse beschuldiging Hdt. 1.68.5; πλαστὸς πατρί onecht kind van mijn vader Soph. OT 780; adv. πλαστῶς onecht:. οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ ’ ὄντως φιλόσοφοι niet de valse maar de echte filosofen Plat. Sph. 216c.
Middle Liddell
πλαστός, ή, όν πλάσσω
I. formed, moulded in clay or wax, Hes., Plat., etc.
II. metaph. fabricated, forged, counterfeit, Hdt., Eur.; πλαστός a supposititious son, Soph.
Chinese
原文音譯:plastÒj 普拉士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:模成的
字義溯源:模造成的,造成的,捏造的,錯誤的;源自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 捏造的(1) 彼後2:3
English (Woodhouse)
assumed, counterfeit, feigned, fictitious, pretended, sham, spurious, made up, not genuine, palmed off, supposititious, trumped up