ἱεράτευμα: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ieratevma | |Transliteration C=ieratevma | ||
|Beta Code=i(era/teuma | |Beta Code=i(era/teuma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[priesthood]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>19.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>2.9</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[body of priests]], ib. <span class="bibl">5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:42, 12 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A priesthood, LXXEx.19.6, 1 Ep.Pet.2.9. 2 body of priests, ib. 5.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, Priesterthum, Priesterschaft, LXX., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράτευμα: τό, τὸ ἱερατεῖον, ἡ ἱερωσύνη, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΘ΄, 6), Ἐπιστ. Α΄ Πέτρ. β΄, 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fonction sacerdotale, sacerdoce.
Étymologie: ἱερατεύω.
English (Strong)
from ἱερατεύω; the priestly fraternity, i.e. sacerdotal order (figuratively): priesthood.
English (Thayer)
ἱερατευματος, τό (ἱερατεύω), (priesthood i. e.)
a. the office of priest.
b. the order or body of priests (see ἀδελφότης, αἰχμαλωσία, διασπορά, θεραπεία); so Christians are called, because they have access to God and offer not external but 'spiritual' (πνευματικά) sacrifices: βασίλειον ἱεράτευμα, Sept.), priests of kingly rank, i. e. exalted to a moral rank and freedom which exempts them from the control of everyone but God and Christ. (2 Maccabees 2:17); not found in secular authors.)
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἱεράτευμα) ιερατεύω
1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών
2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» — το σύνολο τών πιστών της ιουδαϊκής θρησκείας ἡ της χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός του θεού, τα μέλη του οποίου έχουν τη γενική, μη μυστηριακή ιερωσύνη
μσν.-αρχ.
η ιερωσύνη.
Greek Monotonic
ἱεράτευμα: -ατος, τό, ιερατείο, ιεροσύνη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἱεράτευμα: ατος τό NT = ἱερατεία 2.
Middle Liddell
ἱεράτευμα, ατος, τό,
a priesthood, NTest. [from ἱερατεύω
Chinese
原文音譯:ƒer£teuma 希誒拉跳馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:聖的(果效)
字義溯源:祭司的團體,祭司體系,祭司;源自(ἱερατεύω)=作祭司);而 (ἱερατεύω)出自(ἱερεύς)=祭司), (ἱερεύς)出自(ἱερός)*=聖的)
出現次數:總共(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 祭司體系(2) 彼前2:5; 彼前2:9