ὀτρηρός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=otriros | |Transliteration C=otriros | ||
|Beta Code=o)trhro/s | |Beta Code=o)trhro/s | ||
|Definition=ά, όν, (cf. [[ὀτρύνω]]) <span class="sense" | |Definition=ά, όν, (cf. [[ὀτρύνω]]) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[quick]], [[nimble]], [[busy]], [[ready]], θεράποντε <span class="bibl">Il. 1.321</span>, cf. <span class="bibl">Od.1.109</span>, <span class="bibl">4.23</span>, al., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>909</span>(lyr.); ταμίη <span class="bibl">Il.6.381</span>; <b class="b3">ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις</b>, comically, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>915</span>; μάζῃ ὀτρηρῇ <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span>92</span>. Adv. <b class="b3">-ρῶς</b>, = [[ὀτραλέως]], <span class="bibl">Od.4.735</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[ὀξύς]], [[sharp]], [[cutting]], ὀδύναι <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.529</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:25, 13 December 2020
English (LSJ)
ά, όν, (cf. ὀτρύνω) A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735. II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.
German (Pape)
[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.
Greek (Liddell-Scott)
ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.
English (Autenrieth)
(cf. ὀτραλέως): busy, nimble, ready.
Greek Monolingual
ὀτρηρός -ά, -όν (Α)
1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.).
επίρρ...
ὀτρηρῶς (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].
Greek Monotonic
ὀτρηρός: -ά, -όν (ὀτρύνω), ταχύς, ευκίνητος, πολυάσχολος, πρόθυμος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = ὀτραλέως, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀτρηρός: быстрый, проворный (θεράπων, ταμίη Hom.).
Middle Liddell
ὀτρηρός, ή, όν ὀτρύνω
quick, nimble, busy, ready, Hom., Ar.:—adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.