αδάμας: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes

Sophocles, Antigone, 1023-4
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-αντος), ο<br />(Α [[ἀδάμας]])<br />[[κρυσταλλικός]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[μεγάλη]] [[σκληρότητα]] και [[λάμψη]] ([[αλλιώς]] [[διαμάντι]], [[διαμαντόπετρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπινους χαρακτήρες) [[λαμπρός]], [[αγνός]], [[ακέραιος]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[άκαμπτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το [[διαμάντι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.<br />στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) [[αδάμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο [[χάλυβας]]<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], στέρεος<br /><b>4.</b> [[αναπόφευκτος]], [[μοιραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαμῶ</i> (= [[δαμάζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδαμάντινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀδαμάντιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδαμαντόδετος]], [[ἀδαμαντοπέδιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντοδέτης]], [[αδαμαντοειδής]], [[αδαμαντοθήρας]], [[αδαμαντοκόλλητος]], [[αδαμαντόκονις]], [[αδαμαντοκοσμώ]], [[αδαμαντοποίκιλτος]], [[αδαμαντοπώλης]], [[αδαμαντόστικτος]], [[αδαμαντοστόλιστος]], [[αδαμαντουργός]], [[αδαμαντοφόρος]], [[αδαμαντωρύχος]]].
|mltxt=(-αντος), ο<br />(Α [[ἀδάμας]])<br />[[κρυσταλλικός]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[μεγάλη]] [[σκληρότητα]] και [[λάμψη]] ([[αλλιώς]] [[διαμάντι]], [[διαμαντόπετρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπινους χαρακτήρες) [[λαμπρός]], [[αγνός]], [[ακέραιος]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[άκαμπτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το [[διαμάντι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.<br />στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) [[αδάμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο [[χάλυβας]]<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], στέρεος<br /><b>4.</b> [[αναπόφευκτος]], [[μοιραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαμῶ</i> (= [[δαμάζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδαμάντινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀδαμάντιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδαμαντόδετος]], [[ἀδαμαντοπέδιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντοδέτης]], [[αδαμαντοειδής]], [[αδαμαντοθήρας]], [[αδαμαντοκόλλητος]], [[αδαμαντόκονις]], [[αδαμαντοκοσμώ]], [[αδαμαντοποίκιλτος]], [[αδαμαντοπώλης]], [[αδαμαντόστικτος]], [[αδαμαντοστόλιστος]], [[αδαμαντουργός]], [[αδαμαντοφόρος]], [[αδαμαντωρύχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-αντος), ο
ἀδάμας)
κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)
νεοελλ.
1. λαμπρός, καθαρός, πολύτιμος
2. (για ανθρώπινους χαρακτήρες) λαμπρός, αγνός, ακέραιος, ενάρετος, ηθικός, άκαμπτος
3. αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το διαμάντι
αρχ.
1. (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.
στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) αδάμαστος
2. ως ουσ. το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο χάλυβας
3. σταθερός, ακλόνητος, στέρεος
4. αναπόφευκτος, μοιραίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < δαμῶ (= δαμάζω).
ΠΑΡ. ἀδαμάντινος
μσν.
ἀδαμάντιος
νεοελλ.
αδαμαντίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδαμαντόδετος, ἀδαμαντοπέδιλος
νεοελλ.
αδαμαντοδέτης, αδαμαντοειδής, αδαμαντοθήρας, αδαμαντοκόλλητος, αδαμαντόκονις, αδαμαντοκοσμώ, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντοπώλης, αδαμαντόστικτος, αδαμαντοστόλιστος, αδαμαντουργός, αδαμαντοφόρος, αδαμαντωρύχος].