εὔκομος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eykomos | |Transliteration C=eykomos | ||
|Beta Code=eu)/komos | |Beta Code=eu)/komos | ||
|Definition=ον, (κόμη) <span class="sense"> | |Definition=ον, (κόμη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lovely-haired]], of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, <span class="bibl">Il.1.36</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>241</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.91</span>, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>5.45</span>; Σελήνη <span class="bibl">Epimenid.2</span>: in Prose, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>29</span>; [[well-fleeced]], εὔκομα μῆλα <span class="title">AP</span>9.363.20 (Mel.); [[with goodly foliage]], δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν <span class="bibl">Emp.127.2</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.51</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:30, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, (κόμη) A lovely-haired, of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, Il.1.36, Hes. Th.241, Pi.O.6.91, P.5.45; Σελήνη Epimenid.2: in Prose, Philostr.Ep.29; well-fleeced, εὔκομα μῆλα AP9.363.20 (Mel.); with goodly foliage, δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν Emp.127.2, cf. Alex.Aphr.Pr.2.51.
German (Pape)
[Seite 1075] = εὐκόμης, z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκομος: Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, (κόμη) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· εὔμαλλος, εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, Πολυδ. Α΄, 229.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle toison.
Étymologie: εὖ, κόμη.
Greek Monolingual
εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)
1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος
2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)
3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)
β) καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος, καλλί-κομος].
Greek Monotonic
εὔκομος: Επικ. ἠΰ-κ-, -ον (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν ωραίο μαλλί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκομος: эп. ἠΰκομος 2
1) прекраснокудрый (Λητώ Hom.; θεοί Hes.);
2) прекраснорунный (μῆλα Anth.).