συγγενικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "''111''" to "''III''") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggenikos | |Transliteration C=syggenikos | ||
|Beta Code=suggeniko/s | |Beta Code=suggeniko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[congenital]] or [[hereditary]], of a predisposition to disease, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.1</span>.[[σ]], cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>22</span>; σ. τρίχες <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>878b27</span> (cf. συγγενής ''1''); <b class="b3">τὸ σ. τέλος</b> our [[congenital]] end, <span class="bibl">Nausiph.2</span>, Polystr.<span class="title">Herc.</span>346p.86V., cf. <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>3p.63U.</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Ep.</span>1p.24U.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[of]] or [[for kinsmen]], <b class="b3">σ. φιλία</b> [[between kinsfolk]], opp. [[ἑταιρική]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1161b12</span>; σ. ἱερωσύναι <span class="bibl">D.H.2.21</span>; σ. ἀρχιερατικοὶ στέφανοι <span class="title">OGI</span>470.20 (Odemish, i A.D.); τὰ ἀρχῆθεν ὑπάρχοντα ταῖς πόλεσιν πρὸς ἀλλήλας σ. δίκαια <span class="title">IG</span>12(9).4.7 (Carystus, ca. i B.C.); <b class="b3">κατὰ τὸ σ</b>. <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4638.6</span> (ii B.C.); συγγενικῆς θεᾶς Ἴσιδος <span class="title">Bull.Soc.Alex.</span>5.273 (ii A.D.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[like kinsfolk]], <span class="bibl">D.25.89</span>, <span class="bibl">Polyaen.5.2.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[kindred]], [[of a common kind]], <b class="b3">ἔχειν τὴν μορφὴν σ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>623b6</span>; <b class="b3">τὰ κοινὰ καὶ σ</b>. things common and [[of our own nature]], <span class="bibl">Alex.30.7</span>; <b class="b3">εἴδη πρὸς ἄλληλα σ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>531b22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[of]], [[belonging to the]] [[συγγενεῖς]] (''III''), Phan.Hist.11, <span class="title">Arch.Pap.</span>1.220 (Ptolemaic).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A congenital or hereditary, of a predisposition to disease, Hp.Epid.3.1.σ, cf. Plu.Per.22; σ. τρίχες Arist.Pr.878b27 (cf. συγγενής 1); τὸ σ. τέλος our congenital end, Nausiph.2, Polystr.Herc.346p.86V., cf. Epicur.Ep.3p.63U. Adv. -κῶς Id.Ep.1p.24U. II of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, opp. ἑταιρική, Arist.EN1161b12; σ. ἱερωσύναι D.H.2.21; σ. ἀρχιερατικοὶ στέφανοι OGI470.20 (Odemish, i A.D.); τὰ ἀρχῆθεν ὑπάρχοντα ταῖς πόλεσιν πρὸς ἀλλήλας σ. δίκαια IG12(9).4.7 (Carystus, ca. i B.C.); κατὰ τὸ σ. Sammelb.4638.6 (ii B.C.); συγγενικῆς θεᾶς Ἴσιδος Bull.Soc.Alex.5.273 (ii A.D.). Adv. -κῶς like kinsfolk, D.25.89, Polyaen.5.2.8. 2 metaph., kindred, of a common kind, ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Arist.HA623b6; τὰ κοινὰ καὶ σ. things common and of our own nature, Alex.30.7; εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Arist.HA531b22. 3 of, belonging to the συγγενεῖς (III), Phan.Hist.11, Arch.Pap.1.220 (Ptolemaic).
German (Pape)
[Seite 961] ή, όν, den Vecwandten. gehörig. ste betreffend, φιλοστοργία, Pol 32, 11. 1; auch adv., συγγενικῶς καὶ φιλανθρώπ ως οἰκεῖτε τὴν πόλιν, Dem. 25, 89. Vgl. συγγένεια.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενικός: -ή, -όν, σύμφυτος, συμπεφυκὼς ἢ κληρονομικός, ἐπὶ προδιαθέσεως εἰς νόσον, Ἱπποκρ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1074, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 22, Διογ. Λ. 10. 129· σ. τρίχες Ἀριστ. Προβλ. 4. 18, 1. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συγγενεῖς, Λατιν. gentilicius, σ. φιλία, ἡ μεταξὺ συγγενῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἑταιρική, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 14, 1· σ. ἱερωσύναι Διονύσ. Ἁλ. 2. 21· τὰ ... πρὸς ἀλλήλους σ. δίκαια Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκαι) 215b - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συγγενικόν, ὡς συγγενεῖς, Δημ. 797. 2. 2) μεταφ., ὁμογενής, ὁμοειδής, ὅμοιος, ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 4, 1· τὰ κοινὰ καὶ σ., πράγματα κοινὰ καὶ ἀνήκοντα εἰς τὴν ἡμετέραν φύσιν, Ἄλεξις ἐν «Ἀχαΐδι» 1. 7· εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· - Ἐπίρρ., ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ., Διογ. Λ. 10. 72. 3) ὁ ἀνήκων εἰς συγγενεῖς (ΙΙΙ), Ἀθήν. 48Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de parent, qui concerne des parents;
2 qui vient de naissance, naturel.
Étymologie: συγγενής.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγγενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγενής / συγγένεια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί»)
2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι»)
νεοελλ.
1. αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική επιχείρηση»)
2. φρ. α) «συγγενικά δικαιώματα»
(νομ.) δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη τάξη αναγνωρίζει υπέρ τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργων
β) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια κοινή προγονική γλώσσα
γ) «συγγενική σειρά»
(κοινων. ανθρωπολ.) ομάδα κοινής μονογραμμικής καταγωγής, δηλαδή ομάδα ατόμων τα μέλη της οποίας ανάγουν την καταγωγή τους σε έναν κοινό γνωστό και επώνυμο πρόγονο και είναι σε θέση να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική γραμμή, αλλ. γενεαλογική γραμμή ή ρίζα
δ) «συγγενικό συμβούλιο»
(αστ. δίκ.) ειδικό συμβούλιο προστασίας τών συμφερόντων του επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με έκφραση γνώμης καλύτερη οργάνωση της επιτροπείας, την αγαθή επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση της περιουσίας του
αρχ.
1. (για προδιάθεση ασθένειας) συγγενής, εκ γενετής, έμφυτος, κληρονομικός («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενικόν
η σχέση συγγένειας
3. φρ. «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς.
Greek Monotonic
συγγενικός: -ή, -όν,
I. σύμφυτος, έμφυτος, κληρονομικός, σε Πλούτ.
II. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξ αίματος συγγενείς, συγγενικὴ φιλία, μεταξύ εξ αίματος συγγενών, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, σαν συγγενείς, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συγγενικός:
1) врожденный, прирожденный (νόσημα Plut.); присущий от рождения (τρίχες Arst.);
2) родственный (εἴδη πρὸς ἄλληλα συγγενικά Arst.): ἡ φιλία συγγενικὴ καὶ ἡ ἑταιρική Arst. дружба между родственниками и дружба между товарищами;
3) сходный, однородный, близкий (ἡ μορφή Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγενικός -ή -όν [συγγενής] aangeboren, congenitaal:. συγγενικὸν νόσημα aangeboren ziekte, familie-ziekte Plut. Per. 22.4. van verwanten, van familieleden:. φιλία vriendschap Aristot. EN 1161b12.
Middle Liddell
συγγενικός, ή, όν [from συγγενής
I. congenital, hereditary, Plut.
II. of or for kinsmen, ς. φιλία between kinsfolk, Arist.: —adv. -κῶς, like kinsfolk, Dem.