χαμηλός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chamilos
|Transliteration C=chamilos
|Beta Code=xamhlo/s
|Beta Code=xamhlo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[on the ground]], [[creeping]], λειχήν <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>944</span>; <b class="b3">πίτυς χ</b>., = [[χαμαίπιτυς]], ib.<span class="bibl">841</span>: Comp. -ότερος Id.<span class="title">Fr.</span>70.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[low]], = [[χθαμαλός]], <span class="bibl">Str.10.2.12</span>; of a horse's hoofs, [[flat]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[diminutive]], [[trifling]], στιγμῆς εἴ τι -ότερον <span class="title">AP</span>7.472.4 (Leon.); <b class="b3">χαμηλὰ πνέων</b> one of a [[low]] spirit, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>11.30</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on the ground]], [[creeping]], λειχήν <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>944</span>; <b class="b3">πίτυς χ</b>., = [[χαμαίπιτυς]], ib.<span class="bibl">841</span>: Comp. -ότερος Id.<span class="title">Fr.</span>70.2. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[low]], = [[χθαμαλός]], <span class="bibl">Str.10.2.12</span>; of a horse's hoofs, [[flat]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[diminutive]], [[trifling]], στιγμῆς εἴ τι -ότερον <span class="title">AP</span>7.472.4 (Leon.); <b class="b3">χαμηλὰ πνέων</b> one of a [[low]] spirit, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>11.30</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:16, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμηλός Medium diacritics: χαμηλός Low diacritics: χαμηλός Capitals: ΧΑΜΗΛΟΣ
Transliteration A: chamēlós Transliteration B: chamēlos Transliteration C: chamilos Beta Code: xamhlo/s

English (LSJ)

ή, όν, A on the ground, creeping, λειχήν Nic.Th.944; πίτυς χ., = χαμαίπιτυς, ib.841: Comp. -ότερος Id.Fr.70.2. 2 low, = χθαμαλός, Str.10.2.12; of a horse's hoofs, flat, X.Eq.1.3. 3 diminutive, trifling, στιγμῆς εἴ τι -ότερον AP7.472.4 (Leon.); χαμηλὰ πνέων one of a low spirit, Pi.P.11.30.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμηλός: -ή, -όν, ὁ χαμαὶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ χαμαὶ ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· πίτυς χ., πιθαν. χαμαίπιτυς, αὐτόθι 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = χθαμαλός, Στράβ. 454 (ἔνθα κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ μηδαμινός, τίς μοῖρα ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον στιγμή, καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; fig. bas;
2 très petit.
Étymologie: χαμαί.

English (Slater)

χᾰμηλός
   1 humble n. pl. pro adv. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει (P. 11.30)

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαμηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, -ή, -ό, Ν, και χαμαλός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος
2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντός
νεοελλ.
1. ο κάτω της κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή θερμοκρασία»)
2. (για τιμή) προσιτός («στις εκπτώσεις οι τιμές είναι χαμηλές»)
3. (για φωνή) σιγανός, ψιθυριστός
4. μτφ. (για πρόσ.) ποταπός, τιποτένιος
5. το θηλ. ως ουσ. η χαμηλή
μουσ. σημείο της βυζαντινής μουσικής που δηλώνει κατέβασμα της φωνής
6. φρ. α) «στα χαμηλά» — στην πεδιάδα
β) «χαμηλό βαρομετρικό» ή, απλώς, «το χαμηλό»
(μετεωρ.) κέντρο μικρότερων σχετικά ατμοσφαιρικών πιέσεων, γύρω από το οποίο οι άνεμοι πνέουν κατά τη φορά τών δεικτών του ρολογιού στο Νότιο και κατά την αντίθετη με αυτήν φορά στο Βόρειο Ημισφαίριο
μσν.-αρχ.
μτφ. (για πράγμ.) ανάξιος λόγου, μηδαμινός
αρχ.
φρ. «πνέω χαμηλά» — είμαι τιποτένιος λόγω της φτώχειας που μέ δέρνει (Πίνδ.).
επίρρ...
χαμηλά / χαμηλῶς ΝΜ
σιγανά, σιγά
νεοελλ.
σε μικρό ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χαμαί «κάτω» + κατάλ. -ηλός (πρβλ. ἀπατ-ηλός, ὑψ-ηλός)].

Greek Monotonic

χᾰμηλός: -ή, -όν (χαμαί
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, αυτός που έρπεται, σε Ανθ., λέγεται για οπλές αλόγου, σε Ξεν.
2. μικρός, μηδαμινός, σε Ανθ.· χαμηλὰ πνέων, κάποιος με φτωχό πνεύμα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμηλός:
1) низкий (αἱ ὁπλαί Xen.);
2) незначительный, ничтожный: στιγμῆς τι χαμηλότερον Anth. ничтожнее точки, т. е. совершенно незначительный;
3) низменный, мелкий: χαμηλὰ πνεῖν Pind. иметь низменные побуждения, «мелко плавать».

Middle Liddell

χᾰμηλός, ή, όν χαμαί
1. on the ground, creeping, Anth.: of a horse's hoofs, Xen.
2. diminutive, trifling, Anth.; χαμηλὰ πνέων one of a low spirit, Pind.